Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗΣ: Ο ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ 1940

 

Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης.  Ο κυριότερος  ζωγράφος   του  έπους  1940

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης "Αέρα!!!"


Αλέξανδρος Αλεξανδράκης,
Αυτοπροσωπογραφία
Γεννήθηκε  στην  Αθήνα στις 8 Μαρτίου το  1913 και  πέθανε  το  1968.  Το  έργο  του  μας  είναι  γνωστό    περισσότερο  από   τις  σκηνές  υπαιθρίου  ρεαλισμού   που  απεικόνισε  το  έπος  του  Ελληνο-ιταλικού   πολέμου. Κατάγονταν από τις παλιές αστικές και εύπορες οικογένειες εμπόρων  και  προοριζόταν ως   συνεχιστής  της  οικογενειακής  ιστορίας  στο  εμπόριο.  Αλλά  ο Αλέξανδρος ήθελε να γίνει ζωγράφος.  Σε  ηλικία  13  χρονών  ή 17 χρ. κατά  άλλους,  παρουσίασε 23 έργα του σε ομαδική έκθεση που διοργάνωσε η ΧΑΝ.  Στην  Μέση Εμπορική Σχολή που φοιτούσε, οι δάσκαλοι του  παραπονιόταν συνεχώς  στους γονείς του  πως τα τετράδια του Αλέξανδρου ήταν γεμάτα από ζωγραφιές αντί των εργασιών του.   Με  τα  πολλά,  οι  γονείς του  που  είχαν  και  άλλους  γιους  να  συνεχίσουν  την  παράδοση  στο εμπόριο, υποχώρησαν  και  του επέτρεψαν  να γραφτεί  στο προκαταρτικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών το 1831. Όμως, παρόλο  το  ταλέντο  του,  αρχικά,  δεν έγινε δεκτός,  καταγράφοντας πως είναι «ανεπίδεκτος μαθήσεως»,  ώσπου  παρενέβη ο Υπουργός Παιδείας  για  να  γίνει  δεκτός.  Ο  λόγος  που  δεν  τον  ήθελαν  στην  σχολή  μπορεί  να  ήταν  ανάλογος  με αυτόν  που στην συνέχεια  έκαναν  τους  καθηγητές  να  τον  δεχθούν   και  ήταν  άσχετος  με  το  ταλέντο  του. Οι  καθηγητές  του φαίνεται να  ήταν  εξαρτώμενοι  από  τις  αντιπάθειες  και  στην  συνέχεια  συμπάθειες που  προκαλούσε  η  συνάφεια    της  οικογένειας  με  τον  κοινωνικό  περίγυρο.  Αυτό συμβαίνει  μέχρι και  σήμερα. Σπούδασε   λοιπόν  ζωγραφική  στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών  με  καθηγητές  του στην ζωγραφική τους  Σπύρο  Βικάτο και  Οὐμβέρτο  Ἀργυρό.


Αλέξ. Αλέξανδρος,  "Ο ψαράς" 1935

Αλέξ. Αλέξανδρος, Χωρίς τίτλο 1937














Αλεξ. Αλέξανδρος-Μοναστήρι, 1934
Αλεξ. Αλεξανδράκης "Άτιτλο 1931
σχέδιο με κάρβουνο















Αλ. Αλεξανδράκης
Ανδρικό μοντέλο 1937
Αλ. Αλεξανδράκης
Ανδρικό μοντέλο 1937 
















Ας μιλήσουμε λίγο για τους δασκάλους του για να δούμε τις επιρροές τους στο έργο του.



Σπυρίδων Βικάτος
Σπύρος  Βικάτος:  Γεννήθηκε στο Αργοστόλι στις  24 Σεπτεμβρίου του 1878. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ στην Αθήνα και τελειώνοντας  πήγε  στο  Μόναχο  να  συνεχίσει  τις  σπουδές  του κοντά στον κορυφαίο ζωγράφο  Νικόλαο Γύζη  (Για τη βιογραφία του πατήστε ΕΔΩ ) και τον Λούντβιχ φον Λοφτς που το έργο του χαρακτηρίζεται  από τελειότητα στην  τεχνική και με εκφραστική απόδοση των συναισθημάτων  όπως και την επιδέξια χρήση του κιαροσκούρο.  Ο  Βικάτος διορίστηκε καθηγητής στην ΑΣΚΤ της Αθήνας. Μαθητές του υπήρξαν οι Σοφία Λασκαρίδου, Σπύρος Παπαλουκάς, ο Γιάννης Τσαρούχης (Για τη βιογραφία του πατήστε  ΕΔΩ ) και άλλοι...  Τα  έργα  του  Βικάτου,  είναι κυρίως προσωπογραφίες και ηθογραφίες με  επιρροές από τον   Γερμανικό   Ακαδημαϊσμό  και   την φλαμανδική   σχολή  του 17ου αιώνα. Πέθανε στην Αθήνα, 6 Ιουνίου 1960.




Βικάτος Σπύρος-"Διπλός χειμώνας", 1929
Βικάτος Σπ. -"Γερμανός έφηβος",1905














Ludwig von Löfftz - "Alte Frau in  Interieur"



Ουμβέρτος Σ. Αργυρός

Ο Ουμβέρτος Σ. Αργυρός  ήταν Έλληνας ιμπρεσιονιστής ζωγράφος.  Σπούδασε από το 1900 ζωγραφική στην ΑΣΚΤ, με δάσκαλους τους Νικηφόρο Λύτρα (Για τη βιογραφία του πατήστε  ΕΔΩ )  και Γεώργιο Ροϊλό. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου. Το 1929 έγινε  και  αυτός  καθηγητής   της ΑΣΚΤ  στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, με  εντολή  της  κυβέρνησης  πήγε  στο  μέτωπο να  ζωγραφίσει   σκηνές  από  τις  μάχες.  Δημιούργησε 32 πίνακες οι  οποίοι  βρίσκονται  στο Πολεμικό Μουσείο.   Από  το  μέτωπο  έφερε  μαζί  του  τα  σκίτσα  των  έργων  του,  που  τα  είχε  σχεδιάσει   επί  τόπου και τα  τελείωσε  στο  εργαστήριο  του.    Τα  έργα  του   απεικονίζουν   την  σκληρότητα  του  πολέμου  με   ιμπρεσιονιστική  απόδοση. 

 

Ουμβέρτος Αργυρός, "Πορεία προς το μέτωπο"

Ουμβέρτος Αργυρός, "Το καταφύγιο"


Ο  Αλεξανδράκης αποφοίτησε το  1937  συγκεντρώνοντας και τα 4 βραβεία που προέβλεπε ο κανονισμός (προσωπογραφία, γυμνό, ημίγυμνο και σύνθεση).  Αυτό  δεν  είχε  ξαναγίνει.    Παράλληλα με τις σπουδές του, το 1933  είχε  γίνει    σκιτσογράφος στο «Έθνος» και με την  αποφοίτηση του το 1937, θα συμμετάσχει αμέσως σε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής.



Την 28η Οκτωβρίου 1940  η  Ελλάδα  μπαίνει  στον  πόλεμο  και  οι  φαντάροι  φεύγουν  για  την  Αλβανία  τραγουδώντας, μετά  από   αποχαιρετισμό  με  τους δικούς  τους  στα  τρένα.   Οι σκηνές όπου οι φαντάροι φεύγουν με το εικόνισμα της Παναγίας για φυλακτό είναι  γνωστές.  Υπηρέτησε   και  ο   Αλέξανδρος Αλεξανδράκης σαν  δεκανέας πυροβολικού.  Στον  πόλεμο  πήγαν   και  τα  πέντε  αδέλφια  του. 





 Απόσπασμα από το έργο του ποιητή Σαράντου Παυλέα «Μνήμη ενός οπλοπολυβολητή»: 

«Σε θυμάμαι όταν πρωτοξεκινήσαμε. Πίσω μας σ’ ακολουθούσε της μάνας ο λυγμός, το δάκρυ της αδερφής, η γαλανή της αγαπημένης θλίψη. Μπήκαμε σ’ ένα μαύρο τραίνο το πρωί με μαύρους καπνούς. Τραγουδούσαμε τραγούδια της αγάπης και του πολέμου, που δεν τον είχαμε γνωρίσει. Τα δάκρυα των αγαπημένων σου τώρα έχουν στεγνώσει σαν πρωινή πάχνη ποταμιού. Ίσως δε σε θυμάται κανείς. Σαν να μην υπήρξες ποτέ, σαν να μην υπήρξαμε, αγαπημένε μου φίλε, οπλοπολυβολητή της Αλβανίας.

Πόσο πιο καλά να είχα κ’ εγώ στο πλευρό σου σκοτωθεί σε κείνη τη χαράδρα που τη δάγκαναν οι όλμοι και οι σφαίρες χωρίς τέλος, στη λασπωμένη από το λιωμένο χιόνι του Μάρτη όπου φύτρωναν χαλιά παπαρούνες πρώιμες με το αίμα των πολεμιστών μας».

(Δείτε την διατριβή- μονογραφία για τον ποιητή Σαράντο Παυλέα και το έργο του ΕΔΩ”   https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/1806#page/1/mode/1up   )


 









Στην Βόρειο Ήπειρο,  στα  Αλβανικά  βουνά   οι  Έλληνες, απελευθέρωσαν   Κορυτσά, Κλεισούρα, Τεπελένι. Μέσα  σε  αυτήν  την  αντάρα  των  μαχών    Αλέξανδρος  Αλεξανδράκης   κλέβει  λίγο  χρόνο  από  την  μικρή  ανάπαυση  του  για  να    σκιτσάρει  πρόχειρα,  με  ότι  μέσον  βρει (κυρίως μολύβι και μελάνι),    αποτυπώνοντας σκηνές  με  την  ένταση  του  αγώνα,  τον  πόνο  και  την  αυτοθυσία  του  Ελληνικού  στρατού αφτιασίδωτα. Αυτό  το  υλικό,  μετά  τον  πόλεμο,  θα  το  επεξεργαστεί  και  θα  το  αποτελειώσει  στο  εργαστήρι  του  για  να  κάνει  την πρώτη  του έκθεση,  όπου  ο  εκπρόσωπος της διανόησης της 4ης Αυγούστου, Σπύρος  Μελάς  να γράψει στην «Εστία» της 22ης Ιουνίου του 1946: «Ο κ. Αλέξανδρος Αλεξανδράκης είναι ο πρώτος Έλλην ζωγράφος, που μας δίδει με την υπέροχον   έμπνευσιν του και την εξαιρετική του τέχνην του την Αλβανικήν εποποιία και ωρισμένας δραματικάς στιγμάς της κατοχής». Θα  του απονεμηθεί  το  βραβείο   με τον Πολεμικό Σταυρό.

Στις  εκθέσεις  του  μαζί  με  το  τελικό  έργο  παραθέτει  και  τα  προσχέδια  που  έγιναν  στο  γόνατο  στις  δύσκολες  εκείνες  συνθήκες.  Τα έργα του αυτά  έγιναν ευρέως γνωστά στο κοινό  κυρίως ως  ελαιογραφίες και υδατογραφίες  τα οποία ανατυπώθηκαν σε αφίσες και χρησιμοποιήθηκαν στις  σχολικές εορτές. Σχεδόν 100   έργα του από τον πόλεμο δημοσιεύθηκαν επίσης μεταπολεμικά σε ένα λεύκωμα με τίτλο Έτσι πολεμούσαμε (1968).

 

Οι τίτλοι των έργων του είναι σαφείς. Δίνουν το στίγμα του στρατιώτη ήρωα  και συμπληρώνουν την τραγικότητα. «Το Κάλεσμα» με τον στρατιώτη να αποχαιρετά  τους δικούς του.

 Αλεξανδράκης,«Το Κάλεσμα»

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης
"Χαιρετισμός. Πορεία προς το μέτωπο"


Το «Έρποντας» με  τον στρατιώτη που αγωνιά μην  οι αντίπαλοι τον ανακαλύψουν.

Η  «Προέλαση», τα  «Κρυοπαγήματα»,  «Υπέρ Βωμών και Εστιών», το  προσχεδίο «Κίτσο, έλα λίγο και τους φάγαμε», «Έφοδος με τους φαντάρους με εφ’ όπλου λόγχη», «Γρήγορη Προέλαση του Πυροβολικού», «Κατάληψη εχθρικής θέσεως», «Πορεία». «Η Διαταγή Εξετελέσθη» με τον θάνατο του στρατιώτη να κείτεται  στα χιόνια, κ.α…


Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, "Έρποντας"

                                      Αλέξανδρος Αλεξανδράκης - "Έφοδος, Προέλαση Ιππικού"

Αλέξ. Αλεξανδράκης, "Προέλασις" (1945)

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης 
"Ὑπὲρ πάντων Ἀγών"



Αλέξανδρος Αλεξανδράκης
"Ξάφνιασμα μέσ᾿ τὴν νύχτα"




Αλέξ. Αλεξανδράκης,"Πυροβολικὸ στὸ ποτάμι"


Πορεία στην χιονοθύελλα
Κουβαλώντας βλήματα στα αδιάβατα















Αλέξανδρος Αλεξανδράκης
"Στην μάχη με τέτοιο λαμπρό στρατό


Αλέξανδρος Αλεξανδράκης,  "Η διαταγή εξετελέσθη"




Αλέξανδρος Αλεξανδράκης,
"Μας καίνε τα χωριά"

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης














Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, "H Πείνα του '41"


Αλέξανδρος Αλεξανδράκης  "Η επιστροφή"


«Λένε κάποια τραγούδια και ιστορικά βιβλία

πως ο στρατός μας θαυματούργησε στην Αλβανία.

Αλλ’ ο πατέρας μου κανένα θαύμα δε θυμόταν

κι όταν τον ρώταγα τον πόλεμο τον καταριόταν.

– Ποιοι ήταν πατέρα οι νικηταί και ποιοι οι ηττημένοι;

– Στον πόλεμο, παιδί μου, υπάρχουν μόνο σκοτωμένοι…

Τα κρυοπαγήματα και τα κουρέλια του θυμόταν.

– Και τα ανδραγαθήματα; Ρωτούσα. Αποκρινόταν:

– Μπορεί οι νεκροί που τάφηκαν μέσα στο χιόνι

που πολεμήσαν μοναχοί και που πεθάναν μόνοι…».

(Θωμάς Γκόρπας «Το αλβανικό»  Ποιήματα, Κέδρος)

 

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης "Μέχρις εσχάτων"


Αλέξανδρος Αλεξανδράκης - "Οι ημιονηγοί"

 «Οι Άγνωστοι Ήρωες» που  είναι  τα γαϊδουράκια που επωμιζόταν το βάρος των πολεμοφοδίων, το «Προς το Χειρουργείο» με έναν φαντάρο μόνο του μέσα στο χιόνι και το χέρι του με γάζες ζωσμένο και τα πόδια του μέσα στα κουρέλια για να μην κρυοπαγιάζουν και πάθει γάγγραινα. Έργο δυνατό που εκφράζει εξίσου τον σωματικό και ψυχικό πόνο, την κούραση και την αγωνία.


Αλέξανδρος Αλεξανδράκης 
"Ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν"
Αλέξανδρος Αλεξανδράκης
"Προς το  χειρουργείο"















“…….Στο ένα μου χέρι, στο ένα μου πόδι, στο μέτωπο, επίδεσμοι. Στο άλλο μου χέρι, στο άλλο μου πόδι, στο στήθος μου, λάσπες. Στα μάτια μου, μόνο σιωπή και παράπονο. Στα χείλη μου ανάμεσα ένα τριαντάφυλλο κι απ’ αυτό, κρεμασμένο, σαν ένας γυλιός με τα υπάρχοντα όλης μου της ζωής εδώ κάτω, ένα χαμόγελο.” Γράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο  «Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ».

Και ο  Σαράντος Παυλέας στο «Οι χιονισμένοι στρατιώτες» γράφει:

.... «Κι ακόμη μπροστά μας έχουμε τους κρυοπαγημένους μας στρατιώτες, που έχασαν τα πόδια τους στ’ Αλβανικά βουνά, για να μπορούμε να περπατούμεν εμείς το δικό μας, το τέλειο περπάτημά μας ελεύθερον από το σκυμμένο βάδισμα της κάθε ξένης υποτέλειας.

Κι εκείνους έχουμε τους χιονισμένους μας στρατιώτες  της Αλβανίας. Δε γύρισαν εκείνοι στη γαλάζια μας πατρίδα,  για να ντυνόμαστε οι μεταγενέστεροι εσείς κι εμείς  το ηρωικό τους το παράδειγμα καθώς ένα επανωφόρι  για τον κάθε χειμώνα των γεγονότων μας ζεστό και καθαρό,ζεστό, πολύ ζεστό και καθαρό,  για να νικούμε πάντοτε όρθιοι τον κάθε δύσκολο καιρό».

 Το «Η Τελευταία Προσπάθεια» μας μεταφέρει την φρίκη του πολέμου μέσα από το βίωμα του ίδιου του Αλεξανδράκη. Το  «Περνώντας το ποτάμι» με τα άλογα  να το διαβαίνουν  τρομοκρατημένα    αλλά το έργο που έχει μείνει περισσότερο χαραγμένο μέσα μας είναι το «Αέρα» που ηχούσε στα βουνά της Αλβανίας από τους Έλληνες  στρατιώτες μας που κινούνται προς τα μπρος με ένταση και αποφασιστικότητα!  

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης  "ΑΕΡΑ!!!!!"


Τις  εικόνες  συμπληρώνει   το  ίδιο  επάξια  ο  ποιητής:

«Αέρα! αέρα!» ιαχές πέρα ως πέρα.

Η λόγχη αστράφτει, τρόμος και φοβέρα,

καρφώνει τον εχθρό πάνω στα χιόνια,

γκρεμίζει τ’ άρματα, σκορπίζει τα κανόνια.

«Αέρα! αέρα!» στις κορφές στα δάση «Αέρα!»,

κουρέλια πέφτει των Κενταύρων η παντιέρα.

Λυγούν Κλεισούρες, Τεπελένια ανοίγουν,

φλόγες κι «αγέρες» γύρω τους τυλίγουν.

«Αέρα!» μούγκροι κι ουρλιαχτιά «Αέρα!»,

κι η Μεγαλόχαρη, γλυκιά μητέρα,

έσκυβε πάνω στις πληγές και συμπονούσε

και γίγαντες στη μάχη οδηγούσε.

«Αέρα!» σάλπισμα χαμού. Φεύγει τ’ ασκέρι.

Φεύγει και σπέρνει με κορμιά κείνα τα μέρη,

και λάμπει η γαλανόλευκη στα χιόνια. Σ’ όλα τα χρόνια,

σ’ όλους τους καιρούς θα λάμπη αιώνια.

Ποίημα του Στέφανου Μπολέτση, «28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»

 

Ο Άγγελος  Σικελιανός στο «Τό Πανανθρώπινο Εμβατήριο Της Ελλάδας» γράφει: «Ὀμπρός! Μὲ ὀρθή, μεσούρανη  τῆς Λευτεριᾶς τὴ δᾴδα,

ἀνοίγεις δρόμο, Ἑλλάδα,  στὸν Ἄνθρωπον ... Ὀμπρός!

Ὁρμᾶνε πρῶτοι οἱ Ἕλληνες  κι ὅλοι οἱ λαοὶ σιμά Σου

-μεγάλο τ᾿ ὄνομά Σου- βροντοφωνᾶν: «Ὀμπρός» ὀμπρός, νὰ γίνουμε ὁ τρανὸς

στρατὸς ποὺ θὰ νικήσει, σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, τὸ μαῦρο φίδι ὀμπρός,

«Ὀμπρός» ὀμπρός, κ᾿ ἡ Ἑλλάδα σκώθηκε  καὶ διασκορπάει τὰ σκότη!

Ἀνάστα, ἡ Ἀνθρωπότη,  Κι ἀκλούθα την ... Ὀμπρός!»

 

Και ο  Και ο Γιάννης Π. Τζήκας στο  «ΟΧΤΩΒΡΗΣ 1940»

«Ήταν η μέρα εικοσιοχτώ  του Οχτώβρη του Σαράντα

κι ήταν της μοίρας μας γραφτό  στο νου μας να γραφτεί για πάντα.

Τη μέρα αυτή την ιερή  ζητούν να μπουν οι Ιταλοί να πάρουν την Ελλάδα.

«ΟΧΙ!» φωνάζει ο λαός  και σειέται ο πάνω κόσμος

«ΟΧΙ!» φωνάζει κι ο στρατός  και τρέμει ο κάτω κόσμος.

Ορμούν οι Έλληνες μπροστά  σαν τίγρεις, σα λιοντάρια

ακολουθούν αντρίκεια, ηρωικά  κλεφτών κι αρματολών τα χνάρια.

Και πα στις Πίνδου τις κορφές  σε διάσελα, σε ρουμάνια

της νίκης ακούστηκ’ ιαχή  να σκίζει τα ουράνια:

«Αέρα! Αέρα! Αέρα!»

την πήρε ο άνεμος μακριά  την πήγε πέρα ως πέρα.

Και μες στους πάγους, στο χιονιά  στήσαν χορό της λευτεριάς

του Διάκου τα εγγόνια  χαρίσαν στους κατοπινούς

δόξα, τιμή αιώνια!»

 

Ο Αλεξανδράκης μετά τον πόλεμο, συνέχισε να ζωγραφίζει μέχρι το θάνατο του. Συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διακρίθηκε  εν ζωή  με το πρώτο βραβείο χαρακτικής σε διαγωνισμό της Α.Σ.Κ.Τ. το 1943 και  το 1950 έλαβε το Ά και το ΄Β  βραβείο σε διαγωνισμό αφίσας για το Σχέδιο Μάρσαλ και την επόμενη χρονιά το Α΄ βραβείο αφίσας του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού. Η φήμη του  ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και άρχισε να συνεργάζεται με μεγάλα ιδρύματα, όπως το Μουσείο Γκουγκενχάιμ και τη Βιβλιοθήκη της Γερουσίας των ΗΠΑ.

Αλεξανδράκης Αλέξανδρος 
"Μάχη του Γρανικού ποταμού"


Εικονογράφησε επίσης το Αναγνωστικό της Ε΄ Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1958. Ασχολήθηκε και με το γυμνό. Ήταν μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης 
 Αναγνωστικό Ε' δημοτικού


Περίπου 100  έργα του από τον πόλεμο (80 σκίτσα από το μέτωπο και 22 πολεμικοί πίνακες)  δημοσιεύθηκαν τον  Ιανουάριο 1968  σε ένα λεύκωμα με τίτλο  «Έτσι πολεμούσαμε 1940-41». Ο Αλεξανδράκης  έγραψε  τον  πρόλογο του λευκώματος και γράφει:

"Μερικοί από όσους έλαβαν μέρος στον πόλεμο του 1940-41 και έζησαν όλες αυτές τις δυνατές αλλά και σκληρές στιγμές του, άφησαν την γραπτή μαρτυρία τους.  Με το βιβλίο τούτο θέλησαν και εγώ να διηγηθώ τον πόλεμο με τον δικό μου τρόπο: Δεκανέας πυροβολητής στο Αλβανικό μέτωπο, προσπάθησα να κρατήσω σε σκίτσα συγκλονιστικές καθημερινές εντυπώσεις. Μερικά απ' αυτά τα σκίτσα έγιναν κάτω από συνθήκες σχετικά ομαλές, σε καταλύματα υποφερτά, με υλικά που είχα πάρει μαζί μου. Άλλα πάλι έγιναν στο πόδι, σε οποιοδήποτε κομμάτι χαρτί βρισκόταν μπροστά μου και μέσα σε φοβερά δύσκολες περιστάσεις.

Στην τέχνη μου με απασχόλησαν πολλά. Οι εικόνες όμως του μετώπου, και της υπεράνθρωπης προσπάθειας μας στον συντριπτικά άνισο αγώνα, έρχονται και ξανάρχονται στην ζωγραφική μου σαν ανεξόφλητο χρέος.

Τα σχέδια αυτά, καθώς και τους πίνακες που ζωγράφισα αργότερα, παρουσιάζω σήμερα συγκεντρωμένα, σαν μια ακόμη μαρτυρία των όσων ζήσαμε εκεί απάνω."

 

Ο Αλεξανδράκης πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1968, σε ηλικία 55 ετών, την εποχή που είχε αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστός.  Θα μείνει ζωντανός ως ο ζωγράφος του έπους του ’40, ως ο αγωνιστής και πολεμιστής, ως ο καλλιτέχνης που «διηγήθηκε τον πόλεμο με τον δικό του τρόπο».

 

Το 1980, η Εθνική Πινακοθήκη  της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Πιο πρόσφατα, η γκαλερί «Κ» παρουσίασε έργα του  στο Λονδίνο (1998 και 2005) και στην Λευκωσία (1999).

Με πρωτοβουλία του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων και της προέδρου του κ. Σόφης Δασκαλάκη – Μυτιληναίου και  τη συνεργασία του Ιδρύματος Σ.Ο.Φ.Ι.Α. και του Πολεμικού Μουσείου,  62 χρόνια μετά τον πόλεμο της Αλβανίας, και 40 χρόνια μετά τον θάνατό του, τον Αλέξανδρο Αλεξανδράκη, διοργανώθηκε  η έκθεση «Μνήμες του '40 – Αλέξανδρος Αλεξανδράκης» στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ολόκληρο το έργο του ζωγράφου για το Αλβανικό ‘Έπος.

 

ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ ΓΙΑ ΤΟ 1940

Αντώνης Κανάς, "Αδριάς"



Κώστας Γραμματόπουλος,
 «Οι Ηρωίδες του 1940»

Βάσως Γέρμενής,  Λυκούργος Κογεβίνας, Περικλής Βυζάντιος, Γιώργος Γουναρόπουλος, Σπύρος Βασιλείου, Γιάννης Τσαρούχης, Κωνσταντίνος Παρθένης, Θάλεια Φλώρα Καραβία, Αντώνης Κανάς, Σόφη Κεφάλα, Γιώργος Προκοπίου κ.α.. Ο Γιώργος Προκοπίου μάλιστα, που ήταν ήδη ζωγράφος της μικρασιατικής εκστρατείας και παρασημοφορημένος,  παρακαλώντας απεγνωσμένα τους πολιτικούς να του επιτρέψουν να συμμετάσχει και αυτός στο μέτωπο, πεθαίνει στο Τεπελένι και τα έργα του λεηλατήθηκαν εκτός από ενα.  Στην χαρακτική έχουμε τους Γιάννη Κεφαλληνό  και τους  σπουδαστές του. Ο Τάσσος  θα λιθογραφήσει την  αφίσα του “Έδωσες ΕΣΥ;”, η Βάσω Κατράκη την γυναίκα που πλέκει «Για τους στρατιώτες», ο Κώστας Γραμματόπουλος  τις «Ηρωίδες του 1940»

 Η γελοιοποίηση του εχθρού είναι  ισχυρό χτύπημα  που μπορεί να επιφέρει ο καλλιτέχνης με  το  αιχμηρό πενάκι του. Στην γελοιογραφία στον πόλεμο του ’40, ενδεικτικά αναφέροντας,  έχουμε τους Φώκο (Φωκίων) Δημητριάδη, όπου ο Κωνσταντίνος Τσάτσος  εκθείαζε την γραφή του, τον Νίκο Καστανάκη, τον  Σταμάτη Πολενάκη με τις γελοιογραφικές αφίσες, τον Αντώνη Βώττη, Φώτη  Μαστιχιάδη, Γιώργο Λυδάκη, Ανδρέα Βλασσόπουλο, Κώστα Μπέζο, Παύλο Παυλίδη  κ.α. ..

Ακόμη, να  αναφέρουμε  τις ηρωικές  παραστάσεις με τον Καραγκιόζη που έπαιζαν σε όλες τις επαρχίες για να τονωθεί το Ελληνικό φρόνημα.


Η Σοφία Βέμπο με στρατιωτική
στολή


Άλλη μια πολύ σημαντική  καλλιτεχνική  παρουσία στο έπος του ’40 είναι και η Σοφία Βέμπο, η «Τραγουδίστρια της Νίκης» με τα τραγούδια της  που εμψύχωναν  τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλόνιζαν  το  πανελλήνιο! Ο σύνδεσμος που επισυνάπτω τα έχει όλα:  https://www.youtube.com/watch?v=3zS_PCvugTU


 


Και για να υποστηρίξουμε την εικόνα της εποχής, ας  κλείσουμε με το βιωματικό κείμενο (είναι ένας από αυτούς που είχαν πάρει μέρος στον πόλεμο του ΄40) του Οδυσσέα Ελύτη με τίτλο:  «Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ»  (Ο. Ελύτης, Άξιον εστί, Ίκαρος)  :

Ο Οδυσσέας  Ελύτης φαντάρος στον πόλεμο

 «Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

Στρατιώτες και ημιονηγοί στην Αλβανία
 το 1940 Αρχείο Μουσείο Μπενάκη
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.


Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους – ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ‘ναι.

Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χειλό το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.

Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ’ όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ‘χαν λευκάνει απ’ τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του ’97 ή του ’12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, σύνηθαν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα – έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ’ αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε

Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.

Και άλλοι διάσημοι που πολέμησαν για την
πατρίδα που συμπληρώνουν την εικόνα

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε απ’ τ’ άλλο μέρος να’ ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ‘λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.


Ο Γιάννης Τσαρούχης, στον πόλεμο του ΄40
φαντάρος με την εικόνα της Παναγίας
μαζί του να τον προστατεύει

Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες».




Και δυο σχετικές ρήσεις:

 «Λαός που βαδίζει προς το θάνατο τραγουδώντας, βαδίζει προς τη ζωή». Πιττακός ο Μυτιληναίος,      ( ένας εκ των 7 σοφών της Αρχαίας Ελλάδας)

«Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί». Τάσος Λειβαδίτης

 





Ενδεικτική βιβλιογραφία

Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, Έτσι πολεμούσαμε 1940-41, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1968. (Τετράγλωσση έκδοση στα ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.)

A. Alexandrakis, The War We Fought, 1940-41, The Hellenic Centre, London 1995, ISBN 0952551802.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

«Οι πίνακες του Αλ. Αλεξανδράκη για τον πόλεμο του '40» — Μερικοί από τους πιο γνωστούς πολεμικόυς πίνακες του Αλεξανδράκη.

Από το ίντερνετ:  http://infognomonpolitics.blogspot.com/2009/10/1940.html 


ΕΡΓΑΣΙΑ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΜΑΡΙΑ  ΟΥΖΟΥΝΟΓΛΟΥ

Αν σας άρεσε η δημοσίευση πατήστε από κάτω το κουμπί Μου αρέσει και επικοινωνήστε την και εσείς. Οικονομικά οφέλη  από αυτή την επίπονη μελέτη μου δεν  έχω. Ωφελούμαι όμως όταν το όμορφο και το καλό συνταιριάζουν  και    επικοινωνούνται. Όποιος θέλει να παρακολουθεί το μπλοκ μπορεί να γίνει Μέλος απλά πατώντας τους Αναγνώστες-Ακολούθους και βάζοντας το email του.