Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΜΟΥ - ΜΑΡΙΑ ΟΥΖΟΥΝΟΓΛΟΥ

 

                                         

                                               Η  ΖΩΗ  ΚΑΙ   Η   ΤΕΧΝΗ  ΜΟΥ


Μαρία Ουζούνογλου
 
Κατά  τον   Νίτσε,  "Δεν  μπορεί  κανείς  να  καταλάβει  καλά  το  έργο  αν  δεν  γνωρίζει  τον  καλλιτέχνη".  Και  ο  Croce, φανερά  επηρεασμένος  από  τον  Πλωτίνο,  το  ίδιο  μας  λέει:   "Δεν  μπορούμε  να  εκτιμήσουμε   ένα  έργο  τέχνης  χωρίς  να  αναπαράγουμε  μέσα  μας  την  δουλειά  του  καλλιτέχνη".   Ο  Μυταράς  έλεγε   ότι  "Άμα  ξύσεις  ένα  έργο  τέχνης  θα  τρέξει  αίμα".  Είναι  το  αίμα  του  καλλιτέχνη.  Ο  Αριστοτέλης  ονόμαζε  το  αληθινό  έργο  τέχνης "Ζώον".  Δηλαδή  ζωντανό  οργανισμό.  Αυτό  ακριβώς  θέλει  να  πει  αυτή  η  φράση  του  Μυταρά.   Ότι  ο γνήσιος  καλλιτέχνης   καταθέτει στο  έργο  του  ψυχή,  βιώματα.  Πρόκειται  για  την  ζωή  του  ζυμωμένη  με  ιδρώτα  και  αίμα.  Και  αν  αυτά  δεν  βγουν  μέσα  στο  έργο,  το  έργο  δεν  είναι  αληθινό  έργο,  μας  λέει  η  κυρία  Πλάκα  σε  μια  συνέντευξή  της.  Τα  έργα  είναι  παιδιά  της  ψυχής,  της  καρδιάς,  της  νόησης  του  καλλιτέχνη.  Εκφράζουν   τον  τρόπο που  βλέπει   και  νοιώθει   τον  κόσμο.  Έτσι  ο  καλλιτέχνης   είναι  ο  απαραίτητος  σύνδεσμος  μεταξύ  θεατή  και  έργου.  Μόνο  η  μεταξύ  τους  γνωριμία   μπορεί  να  συνδέσει  τον  θεατή    με  την  αιτία,  την  αφορμή  που  γέννησε  το  έργο  στην  ψυχή  του   καλλιτέχνη και   ενεργοποιήθηκε  η  ευαισθησία  του  στο  θέμα  του  έργου.   Θα  μιλήσω   λοιπόν    για  την  τέχνη  μου  σε  σχέση  με  την  ζωή  μου  θέλοντας  να   κάνω  πιο  κατανοητό  το  έργο  μου. 

Από  τότε  που  μπορώ  να  θυμηθώ  τον  εαυτό  μου,  μικρό  παιδάκι,  για  μένα  η  ζωή  σήμαινε  ομορφιά.  Έρωτας  για  το  ωραίο,   αρχικά   στην  όψη, στην μορφή.   Κυρίως την  ανθρώπινη  μορφή.   Με  μάγευαν,  αιχμαλώτιζαν  την  ψυχή  μου,   τα   πολύ  όμορφα  πρόσωπα,  η  αρμονία  στα  χαρακτηριστικά,  στην  κίνηση,  στην  έκφραση.  Ήθελα  να  τα  ζωγραφίζω,  να  κρατήσω  αποτυπωμένη   αυτήν  την   μαγική   αίσθηση,   την  έκσταση,   να    μεταφέρω  και  στους  άλλους  την εικόνα  που  έβλεπαν  τα  μάτια  μου  και  με  συγκινούσε.    Να  την  μοιραστώ  για  να  μεγαλώσω  και  άλλο  την  συγκίνηση. Έτσι  ξεκίνησα  να  ζωγραφίζω.  Από  την  ανάγκη  μου  να  μοιραστώ  την  μαγεία  της  ομορφιάς  που  ένοιωθα.   Αργότερα  θα  καταλάβαινα  ότι  όπως  η  χαρά   και  η  ομορφιά  που  μοιραζόμαστε  μεγαλώνει,   έτσι  και  ο  πόνος  που    μοιραζόμαστε    μικραίνει    και  θα  μεγάλωνε  και  άλλο  μέσα  μου  η  αξία  του  μοιράσματος,  μέσα  από  την  τέχνη  πάντα,  που  γινόταν  για  μένα  η  γλώσσα  μου.  Έτσι,  όταν   η  ζωή  άρχισε  να  πληγώνει  την  ομορφιά  μέσα  μου,  παιδευόμουν   να  βρω  τον  πιο  κατάλληλο  τρόπο να  εκφράσω  αποτυπωμένο  τον  πόνο  αυτής  της  πληγωμένης  ομορφιάς,  την  έλλειψη  αρμονίας  του  κόσμου  σε  πρόσωπα  και  πράγματα.   Να  την  μεταφέρω  στους  άλλους,  να  παρηγορηθούμε μαζί   σαν  παιδιά  ή  να  βρούμε   διέξοδο  σε  αυτόν  τον  πόνο  σαν  ενήλικες.

Και  οι  πληγές  συνεχώς  πλήθαιναν  και   θέριευαν  μέσα  μου,  και  στον  κόσμο   χανόταν  η  ελπίδα  της  αρμονίας  που  ποθούσα.  Και  εγώ  παιδευόμουν  να  βρω  τρόπο  να  αποδώσω  στην  ζωγραφική  μου    αυτήν  την  εικόνα  της  έλλειψης,  να  την δει  ο  θεατής,  να  την  συνειδητοποιήσει, να  μοιραστούμε  τον  πόνο.  Όμως  από  κάποια  στιγμή  και  μετά,  είδα  ότι  δεν  μπορούσα  να   ζωγραφίσω.  Η  ζωγραφική  μου  βάλτωσε.    Όλα  μου  έβγαιναν  κάπως  θολά  και  ξένα,  όπως  ξένος,  άγνωστος,  ακαταλαβίστικος    ήταν  για  μένα  ο  κόσμος.  Οι  πειραματισμοί  μου  στις  τεχνικές  δεν  απέδωσαν.   Απογοητεύτηκα,  παράτησα  την  προσπάθεια  και  κατέφυγα  στο  διάβασμα  να  παρηγορηθώ  και  να  βρω  τις  απαντήσεις  που  χρειαζόμουν.    Με  τον  καιρό  κατέληξα  να  μελετάω  φιλοσοφία, ιστορία, αρχαία ελληνική γραμματεία,  ψυχολογία,   να  ανοίγω  τον  νου  και  την  καρδιά  μου  σε  κάθε  επιστήμη,  τέχνη  και  στην  ανθρώπινη   εμπειρία  ζωής   που θα  μπορούσε  να  φωτίσει  τους  προβληματισμούς  και  οι  αγωνίες  μου  να  πάρουν  ξεκάθαρη  μορφή.  Πολύ  με  βοήθησε  και  ο  Ευαγγελικός  λόγος  για  να  καταφέρω  μετά  από  πολύ  βάσανο,  να   βρω   περιεχόμενο  για  την  ζωή  και την  τέχνη  μου.  Άρχισα ξανά  να   ζωγραφίζω.  Όμως  οι  συνθήκες  για  την  παρουσίαση  του  έργου  μου  ήταν   απαγορευτικές.   "Δεν  αρκεί  το  ταλέντο,  χρειάζομαι  και  την  άδεια  σας.  Έτσι  φίλοι  μου;"  μας  λέει  και  πάλι  ο  Νίτσε.  Δεν  είχα  την  άδεια  των  "φίλων"  μου.  Δεν  ήθελαν  να    "ακούσουν"   την   περιγραφή  της  ζωής  μου  που  αποτυπωνόταν  στα  έργα  μου  και  θα  ενεργοποιούσε  έναν  διάλογο  στις  ψυχές.  Μάλλον  τους  φόβιζε  το  άλλο  που  έβλεπαν  σε  μένα,  το  διαφορετικό  από  αυτούς.    Επέμεναν  να  "ακούω"   συνεχώς  εγώ  και  μόνον,   την  δική  τους  αφήγηση  της  ζωή  -  τον  "μονόλογό  τους" - και  να   εμπεδώσω   την  πρακτική  της  σαν  μηχανή  που  κουρδίζεται  ή  προγραμματίζεται  η  λειτουργία  της  από  έξω. Ο  πλουραλισμός  που  διακήρυτταν  οι   "φίλοι"  μου   ήταν  ψεύτικος.  Αφορούσε   μόνον  το  μέρος  του  κόσμου με το  οποίο  θα  υποστήριζαν  τρόπους  μιας  μηχανικής  ζωή  που  ακυρώνει  την  ψυχή    και    κάνει  τα  άψυχα  πράγματα  να  είναι  τα  μόνα  άξια  να  υπάρχουν.   Ένοιωσα  τον  κόσμο  παγιδευμένο  σε  αυτήν  την  κατάσταση  και  εμένα  να  βρίσκομαι  απέξω,  λίγο  ελεύθερη  και  πολύ  μόνη.   

 Και  καθώς  οι  δυνάμεις   του  κόσμου  αντιστεκόταν    στο    θέμα  της  ζωής  και  της  τέχνης  μου  και  επέμεναν  να  με  συντρίψουν,   μάζευα  τα  κουράγια  μου  και  ζωγράφιζα. Σκεφτόμουν    ότι  για  να  το   επιτρέπει  ο  Θεός  αυτό  που  μου  γίνεται,  δεν  μπορεί  κάποιο  νόημα  θα έχει  και  σίγουρα  γίνεται  για  καλό  μου  το  οποίο  περνάει  και  μέσα  από  το  καλό  των  άλλων.  Αυτές  οι  σκέψεις  μου  δεν  δικαίωναν  μέσα  μου   καθεαυτό  τη   στάση  των  "φίλων"  μου  απέναντί  μου, αλλά  ήταν  μια  εξήγηση  για  την  επιτρεπτικότητα  του  Θεού  που  μας  αγαπάει  όλους. Αυτή  η  εξήγηση   με  γέμιζε  ελπίδες,  μαλάκωνε  τον θυμό μου  και με  ηρεμούσε.   Δεν  ήξερα   ποιο   είναι  το  καλό που  έπρεπε  να  περιμένω,  αλλά  ζωγράφιζα  και  περίμενα.   Επικεντρώθηκα  σε    μια  πιο  λογικοποιημένη  έκφραση  της  τέχνης  μου  που  αποτύπωνε την  αγωνία  μου  αλλά  και  την   πίστη  μου σε   κάποια  διευθέτηση  της  ζωής  που  να  επαναφέρει  την  παλιά  εκείνη  βιωμένη    συγκίνηση   της      ομορφιάς  που  τώρα  θα  μπορούσε  να  έχει  όλο  και  πιο  ώριμη   αίσθηση.   


 

"Ο  χρυσός μόσχος και η σοφία του προφήτη"
Μαρία  Ουζούνογλου

 Ήταν  η  εποχή  που  βγήκε    χρυσός  Μόσχος"   και  τα  "Ανδρείκελα",  που  ως  τώρα  μένουν  στην  αποθήκη. Είχε  υποχωρήσει   σε  ένα  κάποιο  βαθμό   μέσα  μου  η  μεγάλη  σημασία  που  έδινα  ως  τότε  για  "το  μορφικό  αίτιο  του  έργου  μου"  όπως  το  ονομάζει  ο  Αριστοτέλης  για  να  δώσει  την  θέση  του  σε   "Αυτό  που  για  χάρη  του  υπάρχει  το  έργο". Τον  σκοπό  του. Οι  καθηγητές  μου  το  ονόμαζαν   "Αυτό   που  ο  καλλιτέχνης  θέλει  να  πει  με  το  έργο  του.

  Αριστοτέλης  διακρίνει  4  αίτια  στην  τέχνη.  Το  "υλικό"  αίτιο,   "τον  χαλκό  του  ανδριάντα"  ας  πούμε    όπως  το  λέει.   Το  "μορφικό"  αίτιο  που  είναι    διάταξη,  ο  χαρακτήρας".  Το  "ποιητικό"  αίτιο  που  είναι  λ.χ.  "ο  γλύπτης   και  η  δραστηριότητα  του"  και  το  "τελικό"  αίτιο  δηλαδή,  "αυτό  που  για  χάρη  του  υπάρχει  το  έργο":  Ο  σκοπός  του). 

Είχα  αρχίσει  να  προβληματίζομαι  όπως  είχαν  κάνει  και  πολλοί  άλλοι  καλλιτέχνες  πριν  από  μένα,  σε  αυτό  που  μας  λέει    ο  ιστορικός  και  θεωρητικός  της   τέχνης  Παντελής  Τσάβαλος,  στο  βιβλίο  του  "Μικρή  εισαγωγή  στην  εννοιολογική  τέχνη":  Ότι  η  τέχνη  που  εστιάζει  στην  αισθητική  της  μορφής  μπορεί  να  είναι  εύκολα  χειραγωγήσιμη.   Το  ωραίο μπορεί  να  γίνει  μια   μάσκα   για  να  κρύψει  κακά  και  δόλια  συμφέροντα.  Όπως  στην  πολιτική  ένας  ωραίος  λόγος  μπορεί  να  είναι  κενός  ουσιαστικού  περιεχομένου  και  ο  πολιτικός  να ξεγελάει  και  να   γίνεται  πολύ  δημοφιλής,  χωρίς  να  το  αξίζει.  Κάπως  έτσι  δημιουργήθηκε  και  μέσα  μου    η  ανάγκη  μιας    εννοιολογικής  τέχνης.  Σαν αντίδραση  στην  "στεγνή"   υλικότητα  των  πραγμάτων. 

Με  τον  καιρό  ο  προβληματισμός  μου  για  την  ζωή  και  την  τέχνη  γινόταν  πιο  σύνθετος  και  με  βασάνιζε   το  μεγάλο  ερώτημα  για  την  τέχνη:  Τι  λόγο  ύπαρξης  μπορεί  να  έχει  η  τέχνη  μέσα  σε  έναν  τόσο  ταραγμένο  κόσμο,  όταν  δεν   καταλαγιάζει τα  πνεύματα, βοηθώντας   τον  άνθρωπο   να  συνειδητοποιήσει  την  κατάσταση της   έπαρσης  του,  αν  δεν  μαλακώνει  τους  φόβους  του,  αν  δεν  βοηθάει  στην  αρμονία  της  ζωής;   Κανένα.  Είναι  ένα  πάρεργο,  είναι  άχρηστη  και  μπορεί  και  επιζήμια.   Είδα  πολύ  ωραία  έργα  στη  μορφή  να   μπαίνουν  στην  πολιτική  αρένα   για  να  στηρίξουν  ένα  φαύλο  πολιτικό  λόγο.  Είδα  τις   ισορροπημένες  συνθέσεις,   τα  αρμονικά  χρώματα   να χρησιμοποιούνται  για   να  υποδαυλίσουν    ένα    αίσθημα  ανταγωνισμού  για  δύναμη  και   κατάκτηση,  όπως  μια  πολύ  ωραία  γυναίκα  νεκρή  περιεχομένου,   η οποία  σαγηνεύει  με  την  εμφάνιση  της  και  φέρνει  έναν  άντρα σε  ζωώδη  κατάσταση. Κάτι  τέτοιο  δεν  έγινε  με  την  όμορφη  τέχνη  του  χορού  της  Σαλώμης  που  η  ομορφιά  του  ξετρέλανε  τον  Ηρώδη  και  αποκεφάλισε  τον  Βαπτιστή;  Μια  "καλή  τέχνη"  είναι  και  ο  χορός. 

 Συνειδητοποίησα  ότι  η   τέχνη  μου  αν  δεν  είχε  αντιμετωπίσει  την  άρνηση  από  τους  "φίλους  μου",  θα  μπορούσε  να  είχε  οδηγηθεί  στην  πορνεία  ή  να  χρησιμοποιηθεί  σε  οτιδήποτε  άλλο  αισχρό  ή    κενό  νοήματος,  χωρίς  να  το  καταλάβω.  Η  ακινητοποίηση  που  μου  επέβαλαν  με  βοήθησε   να   σκεφτώ βαθύτερα  για  την  ζωή  και  την  τέχνη  μου.  Άρχισα  να  επικεντρώνομαι   όλο  και  περισσότερο  στην  ανάδειξη  του  εσωτερικού  περιεχομένου  στην  αισθητική   της  μορφής.  Ας  ήταν  κάτι  σαν  μέτριας  εμφάνισης   γυναίκα  ως  και  άσχημη  που  μπορεί  να  σε  κάνει  να  σκεφτείς,  πολύ  περισσότερο  από  το  να  αισθανθείς.   Σαν  μια  Μπάρμπαρα  Στρέιζεντ  ας  πούμε  στο  «Ο  καθρέφτης  έχει  δύο πρόσωπα».   Σύμφωνα  με  τον  Πλωτίνο  η  ομορφιά  που  γίνεται  αντιληπτή  μόνο  με  τις  αισθήσεις  είναι  ένα  κατώτερο  είδος  ωραίου.  Η  υπέρτατη  ομορφιά  βρίσκεται  στο  αγαθό.  Έτσι  ο  ανώτερος  σκοπός  ενός  έργου  τέχνης  είναι  να  εκφράσει  την  ομορφιά  του  άφατου  Αγαθού  και    θα επιτελέσει  τον  προορισμό  της     αν καταφέρει     η  αισθητική  απόλαυση να  προσδίδει    πνευματική  ανάταση.  Ο  Πλωτίνος   θεωρεί  ανεπίτρεπτο  να  παρακαμφτεί  η  ομορφιά  στο  έργο  τέχνης.   Δεν απορρίπτει  την αισθητική  απόλαυση  αλλά  εφόσον  είναι  ικανή   να  οδηγεί σε  πνευματική  ανάταση.  Δύσκολο εγχείρημα  στο οποίο   θα προσπαθούσα  να  ισορροπήσω   στην  τέχνη  μου  με  κάποια  συστολή  για  το αποτέλεσμα.           

Όμως  η  τέχνη  μου, όπως  και  η  ζωή  μου,  εξακολουθούσε  να  είναι  πάντα   σε  καραντίνα.  Ήταν  ξεκάθαρο  πια  ότι,  το   να  αποκτήσει  η  ευαισθησία  το  θάρρος  της  έκφρασης  της θεωρείται  αναίδεια.   Η προσωποποιημένη  σκληρότητα,  την  ευαισθησία  στην  αναζήτηση  του  καλού,  του  αγαθού, του  ωραίου, σε  σχέση  με  τα  αντίθετα  τους  που    παρουσιάζει  και  αναδεικνύει  η  τέχνη,  την  θεωρεί  αναίδεια  και  αναλαμβάνει να  την  πατάξει,  να  κλείσει  τους  τρόπους  επικοινωνίας  της.   Περιορίζει  το  δικαίωμα  στην  έκφραση, και το  κρατάει  αποκλειστικά  για  τον  εαυτό  της,  επιχειρώντας  να  καθησυχάζει  με κατασκευασμένα προσχήματα, την  τραυματισμένη  και ελάχιστα   απομένουσα   ευαισθησία  στις   ψυχές  για  το  ωραίο,  το  αγαθό,  το  αγαπητικό.   Καταλάβαινα  ότι  ζούμε  σε  ένα  κόσμο  που  οι  αρχές  και  οι  αξίες  καταρρέουν,  η  ζωή  γίνεται    αυτοσκοπός  και  θεμελιώνεται   στην  ανάγκη  του  ανθρώπου  για  επιβίωση, με εξουσία  και  ηδονές,    σαν  τον  μόνο   λόγο  ύπαρξης.  Ζούμε  για  να  ζούμε,  ο  καθένας  για  τον  εαυτό  του,  χρησιμοποιώντας  τους  άλλους.  Αυτό  με  άδειασε  μέσα  μου.  Μου  δημιούργησε  ένα  μεγάλο βασανιστικό    κενό.  Ένοιωθα  ξένη  με  όλο  αυτό.   Τι  θα  έκανα;  Έπρεπε  να σταθώ  όρθια.  Με  πολύ κόπο και  πόνο, κατάφερα  να  δω  την  τέχνη  σαν  ένα  είδος  προσευχής  που  μεταφέρει    την  δύναμη του Ουρανού  στη  γη  και  έτσι  σταθερό  σημείο   από  όπου   μπορούσα  να κρατηθώ.  Αυτό  ήταν  το  τάλαντο  που  έπρεπε  να  αξιοποιήσω  στην  ζωή  μου.  Με  αυτό  με  είχε  προικίσει  ο  Θεός  και  η  ζωή.   Με  την  ευαισθησία  της  τέχνης.  Και  θα  μου  ζητούσε  λογαριασμό.   Με  αυτό  έπρεπε  να  μιλήσω,  να  επικοινωνήσω.  Αλλά  πως; 

Για  τον  πολύ  τον  κόσμο,  ένας  γνήσιος  και  αληθινός  καλλιτέχνης  θεωρείται  αλαφροΐσκιωτος,  παλαβός, και  αυτό  γίνεται  για  να  χτυπηθεί  η ιδιοσυγκρασία  ενός  αληθινού   καλλιτέχνη  που  λίγο – πολύ    βρίσκεται  έξω  από  την  καθορισμένη    δομή  του  κοινωνικού  οικοδομήματος  που,  στην  μηχανοποιημένη  ζωή  μας,  ορίζει   τo   ομαλό,  στην  ικανότητα  του  ανθρώπου  να  προσαρμόζεται  στις  προκαθορισμένες  του συνθήκες,  σαν  μηχάνημα  που  η  λειτουργία  του  ρυθμίζεται  εξωτερικά.  Αυτό  ορίζει  το   κοινωνικό  οικοδόμημα  που  κλείνει  μέσα  στο  σκληρό  του   κέλυφος  τον  άνθρωπο  και  τον  κάνει  να  ασφυκτιεί  εκεί  μέσα    από  έλλειψη  αέρα.   Μπορεί   χωρίς  να συνειδητοποιεί  αυτή  την  ασφυξία  του,  γι 'αυτό  και   το  ανέχεται  τόσο.   Μάλλον  νοιώθει  αυτή  την  ασφυξία  φυσική.    Σε  αυτό  το  οικοδόμημα   δύσκολα  αφομοιώνεται ο  καλλιτέχνης    σαν  αυθεντική  προσωπικότητα που  είναι.  Και   ο  σκληρός  πυρήνας,  το  "κατεστημένο"  όπως  μας  λέει  ο  Ψυχίατρος  Γιώργος  Παπαδημητρίου,  για  να  τον  αφοπλίσει  από   την  αυθεντικότητα  της  ζωής  του  τον  καλλιτέχνη,  τον   ονομάζει  μη  ομαλό  και   τον  περιφρονεί.  Γιατί  η  κατασκευή  του  οικοδομήματος  της κοινωνικής  ζωής,  δεν  έχει  χώρο  για  τους  "ελεύθερους  ανθρώπους",  αλλά  μόνο  σε  όσους  μπορούν  να  ανήκουν    σε  ένα  κομφορμιστικό  τρόπο  ζωής  που  αποτυπώνεται  εκλαϊκευμένα  ως  "κοπάδι".  Αυτά  μας  τα  λέει  ο   Παπαδημητρίου  στο  βιβλίο  του  "Ταλέντο  και  τέχνη  στο φως  της  επιστήμης",  το  οποίο  αναζήτησα  αλλά  έχει  εξαντληθεί. 

Ένοιωσα  την  τέχνη  σαν  μια  βαθιά  ανάσα  για  τον  άνθρωπο  που  παγιδεύτηκε  και  ασφυκτιά  στην  πίεση  του  κοινωνικού  οικοδομήματος  που  έχει  δημιουργήσει  ο  φόβος    και  ο  εγωισμός  του. Ένοιωσα  την  τέχνη  σαν  μια  ρωγμή  στο  σκληρό  κέλυφος  αυτού  του  οικοδομήματος για  να  αποφευχθεί  ο  πνιγμός  του  ανθρώπου  που  έχει  παγιδευτεί   εκεί  μέσα.   Όμως   μια  ρωγμή  είναι  πάντα  μια  ρωγμή,  απειλεί  την  συνεκτικότητα  του  οικοδομήματος  και  προκαλεί  την  αντίσταση  σε  αυτό από τους  φανατικούς   υποστηρικτές,  τους  σκληροπυρηνικούς    αυτού  του  οικοδομήματος.  Ο  άνθρωπος    χρειάζεται  το  οξυγόνο  της  τέχνης  και τις  ρωγμές  της  για  να  αναπνεύσει  εκεί  μέσα στο  σκληρό  κέλυφος  της  κοινωνίας  που  το   περιβάλλει,  αλλά  την  ίδια  στιγμή,  υποβαθμίζει  τον  ρόλο  της  τέχνης  σαν  ρωγμή  και  αφήνεται  να  πνιγεί  από  έλλειψη  οξυγόνου  γιατί  συνήθιζε  να  ζει   σε  αυτό  το  οικοδόμημα  που  οι  ρωγμές  της  τέχνης  νοιώθει  να  το  απειλούν.  Όμως  δεν  υποβάθμισε  όλη  την  τέχνη.  Μάλιστα  ένα  μέρος  της  τέχνης  βρήκε  τρόπο  να  την  "αναβαθμίσει   μετατρέποντας  την σε  ένα  είδος  χρηματιστηρίου.   Την  αφομοίωσε  στο  σκληρό  πυρήνα  του  οικοδομήματος και  έτσι  δεν  απειλεί  πλέον ,  αλλά  έχασε  μεγάλο  μέρος  του  οξυγόνου  της  και  σχεδόν   αχρηστεύτηκε  ως  προς  τον  ρόλο  της! 

Μέσα  σε  όλο  αυτό    υπάρχει  και  η  τέχνη  που  παρουσιάζεται  σε  μουσεία,  δημόσια  και  ιδιωτικά  και  σε  εκθέσεις.  Βλέπουμε   έργα  της   αναρτημένα  στους  χώρους  μεγάλων  κτηρίων, δημόσιων  και  ιδιωτικών  οργανισμών  ή  μικρότερων  επιχειρήσεων  και κατοικιών.  Ναι,  υπάρχει  και  αυτή  η  τέχνη  που  προβάλλεται    σαν  το  κατεξοχήν  γοητευτικό  και  ελκυστικό  στοιχείο  πολιτισμού,   πολλές  φορές  για  να  υποστηρίξει  αυτόν   τον  πολιτισμό,  υπερθεματίζοντας  τον  υπερβολικά.   Αυτή  η  τέχνη,  θεωρείται    ότι   προσφέρει   τέρψη  και  προβληματισμό  σε  αρκετούς  θεατές  και  βοηθάει   στον   εσωτερικό  διάλογο του  ανθρώπου   διατηρώντας  τη  ψυχή  ζωντανή.  Όμως,  μπορεί  να  μην  το  βλέπουμε  εύκολα,  αλλά  πρόκειται   για  μια  τέχνη  κουτσουρεμένη,  ακρωτηριασμένη  από  ολόκληρη  τη  δυναμική  της.  Η  τέχνη  γενικά  είναι  μια  φωνή,  μια  "πρόταση"  ζωής,  όπως  μια   πρόταση  του  συμβατικού  γραπτού  και προφορικού    λόγου,  που   εδώ,  όπως  την  παρουσιάζουμε    αναρτημένη  στα  μάτια  του  κόσμου,  της  λείπουν  λέξεις  για  να  γίνει  κατανοητή  και  να  συμβάλλει  στον  ρόλο  της  σαν  πολιτισμικό  στοιχείο    στην  ισορροπία  και  την  αρμονία  της  ζωής. Από  την  μια   προβάλλεται  ξεκομμένη  από  τον  δημιουργό  της  και  το  νόημα  της,  το  οποίο  είναι  σε  συνάρτηση  μαζί του.  Αυτό  από  μόνο  του  συνιστά  απουσία  «λέξεων  της  πρότασης".  Αλλά  και  αυτό  να  τακτοποιήσουμε  δεν  αρκεί.  Για  να  μην  απουσιάζουν  και  πάλι  λέξεις  που  συνιστούν  την  πρόταση,   η  ζωή  μας   χρειάζεται   ολόκληρη  την  παραγόμενη,  την  δημιουργημένη  τέχνη  και  αυτήν  που  κυοφορείται  στις  ψυχές  των  δημιουργών  της,   η  οποία  απουσιάζει    από  το  σκηνικό  της  ζωής  μας.  Η  αποκλεισμένη  τέχνη  με  τους  δημιουργούς της    μειώνει   το  εύρος  της. Είναι  και  αυτή  η  τέχνη  λέξεις  που  υπολείπονται  από  την  "πρόταση". Ένα  έργο  ξεκομμένο  από  τον  δημιουργό  του  είναι  ένα  έργο  μουγκό,  ακαταλαβίστικο.  Δεν  έχει  να  διηγηθεί  μια  ιστορία,  την  ιστορία  του.  Μόνο    η  παρουσία  του  δημιουργού  του  μπορεί  να  το  ζωντανεύσει,  να  το  συστήσει  στον  θεατή  σαν  αυτό  που  είναι  γιατί  το  έργο  είναι  προέκταση,   μέρος  του  εαυτού  του.  Το  ξεκομμένο  έργο  από  τον  δημιουργό  του,  χάνει  άλλοτε  λέξεις  από  το  νόημα  του  και  άλλοτε  και  ολόκληρο  το  νόημα. Μοιάζει  σαν  παιδί  που  αρπάχτηκε  βιαίως  από  τον  γεννήτορα  του  και  έγινε  γενίτσαρος,  αλλοτριώθηκε  για  να  υποστηρίξει  μια  διαφορετική  αλήθεια  από  αυτήν  που  ήταν  γεννημένο  να  υπηρετήσει.         

Η  παρουσία  του  δημιουργού  συστήνει  στον  θεατή  το  έργο   και  τον  οδηγεί  στο  νόημα  του  το οποίο  υπερβαίνει  την  ωραιότητα  της  θέασης  της  τεχνικής  στη  μορφή.  Τον  οδηγεί    από  την  μορφή  προς  τα  ενδότερα    ανασύροντας   από  την  ψυχή  του  θεατή,  όσο  καλύτερα  μπορέσει,  την  όποια  συνειδητή  ή   ασυνείδητη    ωραιότητα, και την  υποστηρίζει  να  καλλιεργηθεί.

Για  τον Πλωτίνο,    το  ωραίο  έργο  τέχνης   διεγείρει  στην  ψυχή  του  θεατή  την  ενδόμυχη  τάση  του  να  εξομοιωθεί  με  το  υπέρτατο  Κάλλος.  Ο  ρόλος  της  καλής  τέχνης  είναι  η  "εκπνευμάτιση"  της  Ύλης,  σε  τέτοιο  βαθμό,  ώστε  το  πνευματικό  κάλλος  να  λάμψει  τόσο  που  να    ελκύσει  την  ψυχή  του  ανθρώπου  και  να  την  καθαρίσει  από  τους  ρύπους  της  ασκήμιας που  μεταφράζεται  σε κακία.  O  Byckor  μας  λέει  πως:   για  τον Πλωτίνο,   η   ωραιότητα  έχει οντολογικό  περιεχόμενο.  Δεν  την θεωρεί  ιδιότητα  της  ουσίας,  αλλά  την  ίδια  την ουσία.  Για τον    Πλωτίνο,  μας  λέει,  η  θέαση  του ωραίου,  δίνει  την  δυνατότητα   στροφής  στον  εαυτό  μας  και  ανοίγει  δρόμο για  την  αυτογνωσία.  Το  ωραίο δεν  έχει  μόνο  αισθητική,  αλλά  και  μεταφυσική  διάσταση!  

 Ο  καλλιτέχνης  εκτίθεται  στην  σκληρή  πραγματικότητα   του  κόσμου,  και  με  το  έργο  του  μπορεί  να  αναφέρεται  κατευθείαν   στην  ομορφιά  όπως  την   συναντάει  γύρω  του  και  τον  συγκινεί,  είτε  σκηνοθετώντας  την.  Επίσης  μπορεί  να  την  υπογραμμίζει  και  να  την  υπαινιχτεί  διά  της  απουσίας  της,  παρουσιάζοντας  την  ασχήμια  μιας  πραγματικότητας  που  σοκάρει  και  προκαλεί  την  συνειδητοποίηση  της  απουσίας  της  και  την ανάγκη για  επανασύνδεση  με  το  ωραίο.  Παράδειγμα  η  Γκουέρνικα  Του  Πικάσο.   Και  για  τον  Αριστοτέλη  η  τέχνη    μπορεί  να  είναι  παιδαγωγός  του  ανθρώπου  και  μέσο  κάθαρσης  της  ψυχής,  αλλά    πάντα  θα  επιμένουμε  να  λέμε  οπωσδήποτε  με  την  άμεση   παρουσία   του  καλλιτέχνη  ανάμεσα  στο  έργο  και  τον  θεατή.  Ο  δημιουργός  πάντα   να  αποτελεί μέρος  του   έργου  στην  συνείδηση  του  θεατή,  ο  οποίος τον  συνδέει με  το  νόημα  του έργου,  όπως μας  λέει.  Και  ξαναγυρίζοντας  στον  Πλωτίνο  για   να    μας   οδηγήσει  στην  αληθινή   ωραιότητα την οποία την  αντικρίζουμε  κλείνοντας  τα  μάτια  (όπως  όταν  προσευχόμαστε)   και  γίνεται  αντικείμενο  μιας   άλλης   εσωτερικής   όρασης.  Η  ψυχή  αποσύρεται  στον  εαυτό  της  και  αρχίζει να  διακρίνει  όχι  το  ωραίο  στην  τέχνη,  αλλά  την  ωραιότητα  στους  ωραίους  τρόπους  ζωής,  που  η ωραία   τέχνη  έχει  ανοίξει  ένα  παράθυρο   να  δούμε.     

Ο  θεατής  χρειάζεται  να  γίνει  μέτοχος  του  νοήματος  ενός  έργου  και  όχι  να  περνάει  (όπως  γίνεται  απαίδευτος    και   αδιάφορος  σε  μια  έκθεση  μπροστά  από  μια  τέχνη γι 'αυτόν    άγνωστη,   μουγκή,  νεκρή  νοήματος  που  δεν  του  λέει  τίποτε  γιατί  δεν   μπορεί  να  διαβάσει  την  γλώσσα  της.  Μόνο  έτσι  μπορεί  να  έχει   σε  αυτόν  κάποια  επίδραση.  Τι  να  την  κάνουμε    μια  τέχνη  που  μοιάζει  να  έχει  κλειστό  το  στόμα  της  με  ταινία;  Ο  περισσότερος  κόσμος  βλέπει  μια  έκθεση  σαν  ένα  κοσμικό  γεγονός,   χαϊλίκι,    μια  ευκαιρία  να  κάνει  μια  καλή  εμφάνιση,  να   φωτογραφηθεί  για  το  life style,  να   νοιώσουν  σπουδαίοι,  να  κάνουν  καμιά  χρήσιμη  γνωριμία.  Να  έχουν  να  λένε  στην  παρέα  τους  ότι  παρευρέθησαν  σε  ένα  κοσμικό  γεγονός,  με  μια    έννοια   που  θέλει  να  δηλώσει   ότι  τάχα  μου  πήραν  μέρος στην  "καλή"  ζωή,   στον "πολιτισμό".     

Αν  παραδεχόμαστε  ότι  η  ζωγραφική  είναι  μια   "γραφή"  στην  οποία  εκπαιδεύεται ο  καλλιτέχνης  που  έχει  μια  ώθηση  σε  αυτήν  για  να  την  "γράφει",   τότε  και  η  "ανάγνωση" της χρειάζεται μια εκπαίδευση για να διαβαστεί. Δεν θα πάει βέβαια  σε  κάποια σχολή  ο θεατής. Αλλά  γνωρίζοντας  σε έναν βαθμό  τον δημιουργό με  διαπροσωπική  σχέση,  όταν αυτός είναι διαθέσιμος, προσιτός, οδηγείται στο νόημα του έργου.  Οι   ευνοϊκές  συνθήκες    ανάπτυξης   διαπροσωπικής σχέσης  δημιουργού και θεατή,   δημιουργούν  στον  θεατή  την  συγκίνηση  και  την  γοητεία  που   του  προσφέρει   η  κατανόηση  του  έργου  και  μπορεί  να  του  εμπνεύσει  τον  ερωτισμό  που  χρειάζεται  για  να    ζητήσει   να   το  πάρει  μαζί  του  από  αγάπη,  όπως    θα  γινόταν  σε  ένα  γάμο  με  νύφη  και  γαμπρό.   Ο  δημιουργός   το  δίνει  γοητευμένος  και  εκείνος  από  την   επικοινωνία  του  με  τον  αγοραστή,  και   την  ανταπόκριση  του,  την  αποδοχή   που  εισπράττει  μαζί  με  το  έργο του   έτσι   που  πείθεται    ότι  το έργο  θα  συνεχίσει να  ζει  στην  καρδιά του πελάτη του  στο  καινούργιο του περιβάλλον.  Σε  τέτοια  περίπτωση  ο  ευτυχής  πελάτης  έχει  την  ανάλογη  ευαισθησία  για  το  χρέος  του   να  φροντίσει  για  την  επιβίωση  του  καλλιτέχνη.  Αυτό  γίνεται  ανάλογα  το  πορτοφόλι  του  ενός  και  τις  ανάγκες  του  άλλου.  Ο  αγαπημένος  μου  Τσαρούχης  έχει  πει  πως,  σε  άνθρωπο  που  καταλάβαινε πως  δεν  είχε  ενδιαφέρον  να  επικοινωνήσει  με  την  ουσία  του  έργου  και  στεκόταν  στην  επιφάνεια, αναζητώντας  ένα  "κοινωνικό  λούστρο"  στο  έργο, συνήθως  έδινε   μια  απλησίαστη  τιμή  για  να  τον  αποτρέψει  να  το  πάρει.  Ενώ  το  έδινε  σε  πολύ  προσιτή  τιμή  σε  αυτόν  που    ένοιωθε  να  έχει  επικοινωνήσει  μαζί  του  και  ήθελε   να  το  πάρει  γι 'αυτό  που  θέλει  να  πει  με  το  έργο  του με  την  ύπαρξη  του.  Σε  αυτόν  που  το είχε  ερωτευτεί.   Αυτός  είναι  ο  πραγματικός  καλλιτέχνης.  Αυτός  που   το  έργο  του  σημαίνει γι  'αυτόν     επικοινωνία  και  όχι  πλουτισμό.  Γι  'αυτό  ο  Τσαρούχης  προτρέπει  τον  καλλιτέχνη  να  καλλιεργεί  τον  δικό  του  κήπο   από  όπου  θα  παράγει  τα  προς  το  ζην  και  σε  αρκετό  βαθμό,   με  μια  εντελώς  λιτή  ζωή.   Για  να  απαλλάσσει  το  έργο  από  το  φορτίο  της  επιβίωσης  του  και    να  έχουμε  μια  τέχνη  αληθινή.  Πολύ σωστά  μιλάει. Είναι  μια  λύση  και  ίσως  η  καλύτερη.  Πολύ    λυπάμαι  που  στις  μέρες  μας  αυτή  η  πρόταση  του  Τσαρούχη  για  την  καλλιέργεια  κήπου,  όσο πάει,  γίνεται  και  πιο ανέφικτη.   Η  επιβίωση  του  καλλιτέχνη  είναι  και  αυτό  ένα  θέμα,  ένα  βασικό  πρόβλημα  άλυτο  που  οφείλουμε  να  το  δούμε.  Μια  άλλη  λύση  της  επιβίωσης  του  καλλιτέχνη    είναι   να ληφθεί  μέριμνα      να  συντηρείται  από  το  κράτος,  αν  θέλαμε  μια  τέχνη  αληθινή.  Αν  τίποτε  από  αυτά  δεν  υπάρχει,  τότε  ο  κάθε  θεατής  που  αγοράζει  γιατί  τον  συγκίνησε  το  έργο,  θα  πρέπει  να  αναλάβει  την  επιβίωση  του  καλλιτέχνη  μαζί με  τους  υπόλοιπους  αγοραστές,  χωρίς  αυτό  δεν  πρέπει  να  γίνεται  αυτοσκοπός.

    Αντίθετα  από  την πρόταση  του Τσαρούχη  και πολλών  άλλων  αφανών  καλλιτεχνών που  υποστήριξαν   μια  γνησιότητα  της  έκφρασης   απαλλαγμένη  από  το  φορτίο  της  επιβίωσης  τους,  είδαμε  και  μια  άλλη  αντιμετώπιση   του  θέματος της  επιβίωσης    από  άλλους  καλλιτέχνες   όπως  ο    Πικάσο  που  μας  εξομολογείται   πως,    τα  έργα  που   τον  χαρακτηρίζουν σε  μας,  δεν τον  εκφράζουν  και  πολύ  από  ένα  σημείο  και  μετά,  αλλά  τα  ζητούσαν  οι  πελάτες  του και  του  τα  ακριβοπλήρωναν    για  την  πρωτότυπη,  την  διαφορετική,  την  ασυνήθιστη    γραφή  τους.  Αγόραζαν  το  "πως"  φτιάχτηκε  το  έργο   και  "πως"  παρουσιάζεται   σαν μια  άλλη  γραφή.  Σαν  επιτηδευμένη  τεχνοτροπία.  Αυτούς  τους  αγοραστές δεν  τους ενδιέφερε  καθόλου  το  «Τι»  θέλει  να  πει  το  έργο  με  την  ύπαρξη  του.  Ίσως  να  μην  περνούσε  καν  από  το  μυαλό  τους  ότι  τα  έργα  μιλούν.    Έτσι  ο   Πικάσο  συμβιβάστηκε,  προσαρμόστηκε    σε  αυτό.  Αυτό  το  "πως",  που  όταν  του  δίνουμε  μεγάλη  έμφαση,  δεσμεύει  την  ενέργεια  του  έργου  από  το  «τι»   λέει  το ‘έργο  και  μπορεί  να  το  κάνει  κενό  ουσιαστικού  νοήματος.  Από  ένα  σημείο  και  μετά  τα  έργα  του  Πικάσο,  δεν  ήταν  έργα  της  ψυχής του,  αλλά   γεννήματα  της  εκκεντρικής  τάσης  της   επιθυμίας  των  πελατών  του,  σαν  εξωτερική  ανανέωση  της  ζωής  τους  με   την  πρωτοτυπία  της  γραφής  τους  και  μόνο.  Μας  το  λέει  ο  ίδιος στην  αυτοβιογραφία  του. Αυτό  γίνεται    όταν η  αναγνώριση  του  καλλιτέχνη  δίνει  εξαρτάται  από  τον  τρόπο  γραφής  του  αποκλειστικά  και  εξαντλείται σε  αυτό.   Και  δυστυχώς  αυτό  επικρατεί  γιατί  είναι  το μόνο  ακίνδυνο  για  ρωγμές   στο  σκληρό κέλυφος  της  κοινωνίας.    

Αν  αναλογιστούμε  τους  ολέθριους  συμβιβασμούς   που  κάνουν  και  σήμερα  ταλαντούχοι   καλλιτέχνες    που  ξεκινούν    τη  ζωή   και  το  έργο  τους  με  μεγάλες  στερήσεις  και  καταπίεση,   η  τότε  προσαρμογή  του  Πικάσο  στην  αγοραστική  ζήτηση,  δεν  είναι και  τόσο    σπουδαία  έκπτωση  στην  γνησιότητα  της  έκφρασης.   Γιατί  σήμερα,   πολλές  φορές,  καλλιτέχνες   αλλοτριώνονται  από  την  ευκαιρία  που  τους  δίνει  η  αγοραστική  ζήτηση  για   ακραία    έργα  που  ακριβοπληρώνονται  για  να  προκαλούν. Αυτή  η  ξέφρενη  αναζήτηση  της  πρωτοτυπίας,  της  καινοτομίας,  της  πρόκλησης  και  της  εκκεντρικότητας στη  μορφή  του   έργου,  γίνεται   για  τον  δημιουργό   το  μέσο  για  την  κατάκτηση  της  επιτυχίας  και της  διασημότητας  και  αναιρεί  τον  βαθύτερο  λόγο  ύπαρξης  της  τέχνης.  Οι  καλλιτέχνες  υπαναχωρούν  για  να  ξεφύγουν  από  την  καταπίεση  της  οικονομικής  στέρησης,  της  περιθωριοποίησης,  ξεπουλώντας  την  ψυχή  και  το  έργο τους.  Είναι  σαν  να   εκδικούνται  την  ίδια  την  ζωή   για  την  μεγάλη  καταπίεση  που  επέτρεψε  σε  αυτούς!

Για  του λόγου  το  αληθές  θα  αναφερθώ  σε  ένα  παράδειγμα  σύγχρονης τέχνης    όπου  ο  καλλιτέχνης  γίνεται  μέρος  του  έργου  του  (Περφόρμενς)  και   πετάει   επί  σκηνής    το  γιογιό  με  τα  περιττώματα  του  στους  θεατές!  Μάλλον  θέλει  να  τους  πει  ότι  τους    θεωρεί  συνένοχους  για  την  οργή  που  του  προκαλούν  τα  αδιέξοδα  της  ζωής  που  βιώνει,   γιατί    με  την   στάση της  ζωής   τους  έχουν  συναινέσει  όλοι στο  να  γίνει  τέτοια  η  ζωή.   Η  εκτόξευση  των  περιττωμάτων  του  στου  θεατές,  είναι με  άλλα  λόγια  μια  κίνηση  που  εκφράζει  τον  θυμό  του  για  την  αναπόδραστη  κατάσταση  της  ζωής  που  αφήνεται  να  τον  ωθήσει   σε  αυτήν την  "αυθόρμητη"   εκτόνωση.   Παράλληλα   η  ενοχοποίηση  του  θεατή,   δίνει σε  αυτόν  τον  καλλιτέχνη     το   άλλοθι   που  χρειάζεται  για  την  υπαναχώρηση  του  μακριά  από  κάθε  υψηλό  και  ωραίο    της  τέχνης  του,  στον  βωμό  της  άνεσης  που  μπορούν  να    του  προσφέρουν  οι  όποιες  αντίρροπες  δυνάμεις  σε  κάθε     γνήσια    καλλιτεχνική   ευαισθησία.

   Στην  παραπάνω  περίπτωση  σύγχρονης  τέχνης,  ο  καλλιτέχνης  έχει  κάνει  τους   θεατές   μέρος  του  έργου  στους  οποίους  απευθύνεται  η  πρόκληση   να  αντιδράσουν  αναθεωρώντας  τον  εριστικό  τρόπο  της  ζωής  τους,  απόρροια  της  οποίας  είναι    η  αναπόδραστη  κατάσταση  που  βιώνει  ο  καλλιτέχνης  και  προκαλεί  αυτήν  την  αντίδραση  του.   Ή  να  δεχθούν  το  ξέσπασμα  της  οργής  του  που  την  παρουσιάζει και  την  δικαιολογεί σαν  δείγμα  της  έντονης  ευαισθησίας του καλλιτέχνη  σε  αυτό.    Θέλει  να  προκαλέσει  στον  θεατή,  που  τον  κάνει  μέρος  του  έργου  του,  την  αντίδραση  του  ή  να τον  εξαναγκάσει  να  δεχθεί  το  αναπόδραστο  από  την  κατρακύλα  της  ζωής   στην  έκπτωση,  δείγμα  της  οποίας είναι  το  λούσιμο  τους  με  τα  περιττώματα  του  καλλιτέχνη.  Να  του  προκαλέσει  ενοχή,  να  τον  πάρει  μαζί  του,  να  πετάξει  σε  αυτόν  την   ευθύνη  του μηδενισμού  που  τον  εξαναγκάζουν  να  ζει.   Είναι  μια  πολύ  ακραία  πρόκληση  της  εποχής  μας,  όπου  κυριαρχεί  ή  η  οργή  ή  το  μαράζι  από  την  καταδίκη  του  ανθρώπου  να  ζει  χωρίς  ψυχή.  Εγώ  έτσι  το  καταλαβαίνω. 

Ο   αγαπημένος  μου    Καρλ  Γιουνγκ,   στο  βιβλίο  του    "Ανεξερεύνητος  εαυτός"  λέει  σχετικά:    ανάδειξη  της  σύγχρονης   τέχνης  με  τις  φανερά  μηδενιστικές  τάσεις  προς   αποσύνθεση, πρέπει  να  κατανοηθεί  σαν  σύμπτωμα  και  σύμβολο  της  διάθεσης  της  παγκόσμιας  καταστροφής  και  ανανέωσης  που   σημαδεύει  την  εποχή  μας.  Αυτή  η  διάθεση  γίνεται  αισθητή  παντού πολιτικά, κοινωνικά…… Ζούμε  αυτό  που  οι   αρχαίοι   Έλληνες ονομάζουν   "καιρός  για  μεταμόρφωση    των  Θεών".  Δηλαδή μεταμόρφωση   των  θεμελιωδών  αρχών  και  συμβόλων".   Αυτό  πολύ  με  εκφράζει.  Πιστεύω  πως  σε  αυτό  το  σημείο  βρισκόμαστε.

Και ο Ρώσος  ζωγράφος  Βασίλη  Καντίσκι,  άλλος   πολύ   αγαπημένος μου,  στο  "Πνευματικό  στην  τέχνη" συνυπογράφει  στο  ότι     τέχνη  δεν  είναι  δημιουργία  χωρίς  σκοπό,  αλλά  δύναμη  που  εξυπηρετεί  την  ανάπτυξη  και  την  ευαισθητοποίηση  της  ανθρώπινης  ψυχής".   Οι  καλλιτέχνες  είμαστε  ευαίσθητα  πλάσματα   που  μπορούμε  να  κατευνάζουμε  τα  πνεύματα  του  κακού  στην  ανθρώπινη  ύπαρξη,  παρουσιάζοντας  την  ισορροπία  και  την  αρμονία  της  ζωής    μέσα  από  την  συγκίνηση  της  ομορφιάς  της,  ή  όταν  υπογραμμίζοντας  την  απουσία  της  την  κάνουμε   αισθητή. Όμως  υπάρχουν  καλλιτέχνες  που  διακινούν  και  διαθέτουν  το  έργο  τους  προς  πώληση  σαν  να  πουλούν  ας  πούμε  ένα  βιβλίο  γραμμένο  σε  μια  γλώσσα  που  γνωρίζουν  μόνον  οι  ίδιοι   προσλαμβάνοντας  τους  κατάλληλους  διαφημιστές που  το  όνομα  τους  έχει  την  αίγλη  που  πείθει  ότι  το  έργο  έχει  κάποια  σπουδαιότητα.  Μοιάζει  κάπως  με   αγοροπωλησία   σειράς  με  κατσαρόλες. Σε  τέτοιες  περιπτώσεις  τα  έργα  θα  πουληθούν  στην  βάση  της  ψυχολογικής  αναπλήρωσης  και  κατάκτησης  μιας  σπουδαιότητας  του αγοραστή  ο  οποίος  θα  πληρώσει   ακριβά.  Αλλά  θα  έχει  προσφέρει  κάτι  στην  "ανάπτυξη  και  ευαισθητοποίηση  της  ανθρώπινης  ψυχής";  Δεν  νομίζω  να  γίνεται  τίποτε  τέτοιο  όταν  το  έργο  και  ο  δημιουργός  του  μαζί,  δεν  είναι  ανοικτό  βιβλίο  για  τον  θεατή – αγοραστή.  Χρειάζεται  να  σεβαστούμε  τον  θεατή  και  να  ανοιχτούμε  σε  αυτόν ταπεινά,  να  γίνει  κοινωνός  της  σκέψης  και  του  συναισθήματος  μας,  της  ζωής  μας  μέσα  από  το  έργο,  χωρίς  φαμφάρες  και  κομπασμούς. Αυτό  δεν  αφαιρεί  τίποτε  από  την  γοητεία  του  έργου.  Ίσα – ίσα  που  την  υποστηρίζει,  την  μεγεθύνει.  Έχω  ακούσει  ότι  η  τέχνη  είναι  για  τους  "μυημένους".  Αυτό  με  κάνει  έξαλλη.  Άλλο  παραμύθι  και  αυτό.  Ποιοι  μπορεί  να  είναι  οι  μυημένοι  της  ζωής  για   να  μπορεί  να  είναι  και  οι  μυημένοι  στην  τέχνη;  Κάποιοι  μπορεί  να  υπερέχουν  σε  κάποιον  τομέα  από  κάποιους  άλλους  αλλά  υπολείπονται  σε  πολλούς  άλλους  τομείς.  Οι  κλειστές  ομάδες είναι  που  συρρικνώνουν  την  ζωή! 

Δεν  λέω  πως  ο  καλλιτέχνης στην  σημερινή  πραγματικότητα    δεν  χρειάζεται  κάποιου  είδους  "διαφήμιση",  αλλά  αυτό που  περιγράψαμε  πιο   πάνω  δεν  είναι  ότι  καλύτερο.   Για  να  τον  επισκεφτεί  κάποιος  τον  καλλιτέχνη, πρέπει  να  μάθει  για  την  ύπαρξη  του.   Όμως  να  μην  καπελώνει  η  διαφήμιση    την  αλήθεια,  την  γνησιότητα  του   έργου.   Και  όχι  μόνον  ο  διαφημιστής,  αλλά  και  ο  ίδιος  ο  καλλιτέχνης    όταν  παρουσιάζει  στον  θεατή  το   έργο  του   δεν  πρέπει  να  χρησιμοποιεί  ακαταλαβίστικα  λόγια   που  δεν  χρησιμοποιούμε  στην  καθημερινότητα  μας, στις  οποίες  δεν  είναι  εξοικειωμένος ο θεατής.  Αυτές  τις  λέξεις  και φράσεις  που   τις  ρίχνει  σαν χρυσόσκονη  στο  έργο,  να  το  κάνουν   λαμπερό  με  την  έννοια     του   μακρινού,  του  απρόσιτου,  του  σπουδαίου,   του  γοητευτικού,   του  ακριβού. Χρειάζεται  μέτρο.  Έχω  δει  θεατές  σε  εκθέσεις,   την  ώρα  που  απομακρύνονται  από  την  κουβέντα  που  είχαν  με  τον    δημιουργό,  να  απορούν  για  το  τι  άκουσαν  να  τους  λέει  και   να   νοιώθουν  ανόητοι.  Και  άλλους  να  το  αγοράσουν  πανάκριβα  κάτω  από  αυτές  τις  συνθήκες  της  χρυσόσκονης, με  προδομένη  την   ουσιαστική   επικοινωνία  του  έργου.        

Η  ανάγκη  εύρεσης  οικονομικών  πόρων  και  αναγνώρισης,  κάνει  τον  καλλιτέχνη  να  μην   τα  ψιλοκοσκινίζει.   Τα  κέρδισε  με  την  δουλειά  του τα  λεφτά,  θα  πει.  Δεν  είναι   κλεμμένα.  Έτσι  δικαιολογείται  στον  εαυτό  του  όταν  εγκαταλείπει   την  ουσιαστική  επικοινωνία  του  έργου  του.   Άσε  που  την  στιγμή  της  επιτυχίας    μπορεί  και  να  μην    συνειδητοποιεί την  προδοσία.     Εκείνη  τη  στιγμή  του  δίνεται  η  ευκαιρία   να   χαλαρώνει  και   να  απολαύσει  το  πέρασμα  του  στο  κέντρο  της  κοινωνικής  ζωής  από  το  περιθώριο  της  ανταγωνιστικής  κοινωνίας  μας  που  τον  είχε  θέσει  η  ευαισθησία  του  και  τον  γέμιζε  πόνο.  Έτσι  υπαναχωρεί  στην  ανταγωνιστική  και  σκληρή  θεώρηση  της  ζωής.  Αυτό  αναπόφευκτα   το  περνάει  και  στο  έργο  του.  Αλλοτριώνεται   η  ψυχή  του  από  τις  συνθήκες  που  επικρατούν  γενικά  στην  ζωή  και  την  διακίνηση  των  έργων.  Σκέφτεται  ότι  δεν  έχει  λόγο  να  επιμείνει  στο  θέμα  που   αφορά  την  ψυχή  του  και  το έργο  του όταν  αυτό μένει  στα  αζήτητα.   Περνάει  στην  εκκεντρικότητα,  τον   εντυπωσιασμό.   Μια  εκκεντρικότητα     πρόκληση  κατά  της  αισθητικής  και  της  αρμονίας  που  ως  τώρα   τον  απασχολούσε.  Και  αφήνει κατά  μέρος   το  όποιο  ιδανικό    τον  εξιτάριζε  μέχρι  τώρα   να  παρουσιάζει    στην  δουλειά  του   σαν   κατακτημένο  νόημα  από  τον  ίδιο,   ή  σαν  βασανιστικό  ερωτηματικό  που  θα  προκαλούσε   δημιουργικό   προβληματισμό και  εσωτερικό  διάλογο  στον  θεατή.  

  Η  δυνατή  συγκίνηση ενός  έργου  που  μοιραζόμαστε,  είναι ικανή  να  καταστείλει    το κακό    που  κουβαλάμε  οι  άνθρωποι,  γιατί  μας  μαλακώνει,  γλυκαίνει    την  ψυχή  και  βοηθάει  να   το  βγάλουμε  από  μέσα  μας,   να  το  κάνουμε  συγκεκριμένο,  συνειδητό,  να  το   επεξεργαστούμε. Αυτό  μπορεί  να  γίνει  μέσα  στον  θεατή  με  φυσική  και  αβίαστη  διαδικασία   άμεσα  ή   με  πολύ  αργούς  ρυθμούς.  Η γλυκιά  συγκίνηση   της  τέχνη,  είναι  μια  από  τις  σπάνιες  ευκαιρίες,  ακολουθώντας  τον  καλλιτέχνη  στο έργο  του  να  βγουν  στην  επιφάνεια   συναισθήματα   που  μας  απαγορεύει  ο  συμβατικός λόγος  και  τρόπος  ζωής.  Όμως  πως  θα  γίνει  αυτό  όταν  ο    τρόπος   προβολής  και  διάθεσης  της  τέχνης   δεν  βοηθάει;  Όταν  αυτό  μοιάζει  με παιδομάζωμα  που  γίνεται   με  "γονική"  συγκατάθεση  προς  ανακούφιση  της  αδυναμίας  των  γεννητόρων  να  κρατήσουν  τα  "παιδιά"  τους  σαν  να  ήταν  νύφες  αναζητώντας  τον  γαμπρό  σε  γάμο    που  θα  προκύψει  με  αμοιβαία  εκτίμηση,  με  άνοιγμα  της  ψυχής  στον  έρωτα  στην  αγάπη;    

Γενικότερα   βλέπω  τον  κόσμο  μας  χωρισμένο  σε  δύο   αντικρουόμενα   στρατόπεδα  αλλά  τα  όρια  τους  δεν  είναι  συγκεκριμένα.  Ολοένα  και  κάποιοι  αυτομολούν  από  το  ένα  στρατόπεδο  για  το  άλλο,  ή  θέλουν  να  το  τολμήσουν  και  είναι  στο  μεταίχμιο.  Ωστόσο  τα  δύο  στρατόπεδα  παραμένουν  για  να  εκφράζει  το  ένα  αυτούς  που  η  ζωή  τους  κλείνει  (περισσότερο  ή  λιγότερο)  σε  μια  μηχανική  αίσθηση,   υπερασπίζονται  κάθε  φορά  και  σε  κάθε  περίπτωση,  ένα  μέρος  του  όλου  της  ζωής,  επιθετικά,  με  τεμαχισμό,  με  διαίρεση  της  ενιαίας  ψυχής  του  κόσμου  μας.  Αυτοί,  μοιάζουν  σαν  να  έχουν  πάρει  ένα  είδος  αναισθητικού  και  δεν  τους  πονάει  το  μαχαίρι  που  τεμαχίζει  την  ενιαία  ψυχή του  κόσμου.   Και  υπάρχουν  διαφόρων   ειδών  άλλοθι   που  προσφέρουν  αναισθησία  στον  πόνο  όταν  τεμαχίζεται     η  ενιαία  ψυχή  του  κόσμου  μας,  της  οποίας  όλοι  είμαστε   μέρος  της.

Στο  άλλο  στρατόπεδο  βρίσκονται    οι  πιο  ευαίσθητοι  άνθρωποι  γενικά  και  μαζί  τους  και  οι    αληθινοί  καλλιτέχνες που  αποζητούν  την  ομορφιά  στο  ενιαίο,  το  αδιάτμητο.    Και  εκφράζουν,  ο  καθένας  με  τον  τρόπο  του,  τον  πόνο  από  το  τραύμα   του  κομματιασμένου    κόσμο  μας  αναζητώντας    την  χαρά  του  ακομμάτιαστου,  του  ατραυμάτιστου,  του  ενιαίου.      Κάποιοι  άλλοι,  δραπετεύουν  από  την  σκληρή  πραγματικότητα  και  καταφεύγουν  να  παρηγορηθούν  περιγράφοντας  στο  έργο  τους  έναν  ονειρικό,  εξωπραγματικό  κόσμο.    Και  αυτές  οι  περιπτώσεις  έχουν  ένα  ενδιαφέρον.

Συνειδητά  ή  ασυνείδητα,  η  ψυχή  του  καλλιτέχνη     εκφράζει  την  επιθυμία  του,  την  ανάγκη  του  για  το  ωραίο,  το  υψηλό,    για  να  το  κρατήσει   μέσα  του  και  να  το  περάσει  στον  θεατή,  να  το  σώσει  ζωντανό   (με ψυχή)  από  την  ασχήμια  του  τραύματος,  του  κομματιασμένου, του  διαιρεμένου  κόσμου μας,  από  το μίσος   και  την  εκδίκηση.  Υπάρχουν  και  περιπτώσεις  που  αυτές  οι  ασχήμιες    αποτυπώνονται  στα  έργα  με  τέτοιο  τρόπο  που  καταφέρνουν  να  προκαλέσουν  απέχθεια   της  ασχήμιας  του  κακού  και  να  οδηγήσουν  στην  υπεράσπιση  του  ωραίου  με  την  πλατύτερη  έννοια.    Κάνουν  και  αυτοί  την  ίδια  δουλειά  με  τους  προαναφερθέντες  που  απομονώνουν  τέτοιες  ασχήμιες,  τις  κρατούν  μακριά  μας  και  επιμένουν  να  κρατούν  στο  προσκήνιο  αποτυπωμένη   την    αρχέγονη   χαρά του  ενιαίου  κόσμου,   έχοντας  συνθέσει  μέσα  τους  την  ενότητα  των  διαιρεμένων  κομματιών.

 Δεν  μπορούμε  όμως να  μην  δούμε  ότι  σε  κάποιους από    τους  καλλιτέχνες   η  αρχέγονη  αυτή  αίσθηση  ενότητας  ικανοποιείται  στην  μερικότητα  της  ενότητας  μιας  κλειστής  ομάδας,  ας  πούμε   πολιτικού  κόμματος  ή  άλλης  οποιασδήποτε ομάδας,  που  η  τέχνη  τους  αναλαμβάνει  να  υπηρετήσει,   βρίσκοντας  σε  αυτήν  προστασία  και  άνεση.  Τον   τεμαχισμό  που  δέχεται    η  ενότητα  της  ενιαίας    ψυχής  του  κόσμου  μας  για  να  προκύψει  η  μερική  ενότητα  της  ομάδας  που    εξασφαλίζει  τον  καλλιτέχνη,  αυτήν  την  αντιπαρέρχεται.  Δεν  θέλει  να  την  ξέρει.  Αυτό  μπορεί  να  γίνεται   μάλλον  ασυνείδητα  ή  και  συνειδητά  κρύβοντας  το  μαράζι  τους.    Έτσι,  η  ομορφιά   της  ενιαίας  ψυχής  του  κόσμου  μας  και  στην  τέχνη,  συνεχώς  περιμένει  τον  εκφραστή   οραματισμών    της  ενότητας  των  διαιρεμένων   κομματιών  της.   

Υπάρχουν  πολλές  περιπτώσεις  καλλιτεχνών  που  η  ευαισθησία  τους   εκδηλώνεται  σαν  ανάγκη    για  ελευθερία   στον  τρόπο  έκφρασης  στην  μορφή  του  έργου  τους, στην  τεχνική  ή  και  στην  έκφραση  προσωπικών  αισθημάτων  για  εκτόνωση    και   εκεί  εξαντλείται  η  τέχνη  τους.  Δεν  τους  κατηγορώ.   Κάθε  άλλο.   Βεβαίως  και   η  επιλογή  της  μορφής και  τεχνικής  του  έργου,  το  προσωπικό  ύφος  της  μορφής  που  έχει  το  έργο, είναι  δικαίωμα   του   καλλιτέχνη,  όπως  και  αυτό  που  θέλει  να  πει  το  κάθε  έργο,  αναφορικά  με  την   αλήθεια  της  ζωής  του  όπως  την  αντιλαμβάνεται  η  ψυχή  του   από  την  δική  του  θέση.  Γι 'αυτό  κάθε  είδους  καλλιτεχνικές  δημιουργίες  και   ευαισθησίες  δικαιούνται   την  προσοχή  μας,   τον  σεβασμό  μας,  την  αναγνώριση  μας.  Αυτό,  αν  θέλουμε  να  έχουμε  ολόκληρη  την  αλήθεια  της  ζωής  μέσω  της  τέχνης   και  όχι  το  μέρος  που  αναλογεί  σε  αυτόν  που  κρίνει την  δική  του  αλήθεια  σαν  μοναδική    αυθεντία    και  απορρίπτει  την  αλήθεια  της  όποιας  άλλης  αποτυπωμένης  στα  έργα.   Την  αλήθεια  που  κομίζει  το  κάθε  έργο  του  όποιου  καλλιτέχνη. 

Η  παραπάνω  περίπτωση   καλλιτεχνικής  έκφρασης  που μπορεί  να  εξαντλείται   στον  εαυτό  της,  είναι  πιο  εύκολο  να  γίνει   αποδεχθεί  και να  αναγνωριστεί.   

Δεν  είναι  το  ίδιο  αποδεχτή   και  εύκολη  για  αναγνώριση   όταν η  ευαισθησία  του καλλιτέχνη  γίνεται  πιο  ώριμη  και  ξεπερνάει  την αναζήτηση  της  προσωπικής  του  ικανοποίησης  και ελευθερίας στην  έκφραση  της  μορφής και κάποιων  στενά   προσωπικών  θεμάτων  στην  τέχνη.  Δεν  είναι  εύκολη   η  περίπτωση  του  καλλιτέχνη   που  η  ευαισθησία  του  προεκτείνεται  ίσως  και  χωρίς  να  το  συνειδητοποιεί,   στην   ελευθερία  του  να  εκφράσει  την  ανάγκη  του  για  ένα   ενοποιημένο  κόσμο,  μιας  αδιάτμητης,  ολόκληρης    αλήθειας  της  ζωής  που  ο  καθένας  κομίζει  ένα  μέρος  αυτής  της  όλης  αλήθειας  που  την  νοιώθει  απαραβίαστη  και  σεβαστή.  Μιας  αλήθειας,   η  οποία  βρίσκεται  μοιρασμένη  στον  καθένα μας  και   δεν  επιδέχεται    τον  αποκλεισμό  κανενός  για  να  μην  ακρωτηριάζεται  η  ολόκληρη   αλήθεια  της  ζωής  και  μέσω  της  τέχνης.    Ένας  τέτοιος  άνθρωπος  και  καλλιτέχνης,  δεν  είναι  εύκολο  να αναγνωριστεί  στον  κόσμο  μας  ο  οποίος  εκφράζεται   με  ακρωτηριασμούς  για  να  χωρέσει  το  κάθε  μέρος  της  αλήθειας  στο  καλούπι   κάποιας   (όποιας)  φαντασιακής  αυθεντίας,  προσώπου ή  ιδεολογίας. 

Όμως  όπως  είπαμε  και  επιμένουμε  να  λέμε,  δεν  απορρίπτουμε  για  κανένα  λόγο  τον  κάθε  λογής  καλλιτέχνη,  ούτε  και  όταν  η  ελευθερία  του  περιορίζεται  στον  εαυτό  του  και  σταματάει  εκεί,  γιατί  δεν  έχει  νοιώσει  ακόμη  την  ανάγκη  να  την  συνδέσει  με  την  ανάδειξη    μιας  γενικότερης  ελευθερίας  έκφρασης  στον  κάθε  άνθρωπο.  Και  αυτός  ο  καλλιτέχνης  συγκινεί,  εμπλουτίζει  και  επεκτείνει  τον  ψυχισμό  του  θεατή  βλέποντας  στο  έργο  του  κομμάτια  της  αλήθειας   που αναγνωρίζει  ένας  θεατής  στον  εαυτό  του!   Όμως  αυτό  δεν  είναι  το  περισσότερο που  έχει  να  προσφέρει  η  τέχνη.  Είναι  καλύτερο ο  καλλιτέχνης  να  ζει  και  να  "σπουδάζει"  την  ζωή  συνεχώς  με  κάθε  τρόπο  για  να  μπορεί  να  εκφράζει   στο  έργο  του  όλο  και  πιο  ολοκληρωμένα  την  ζωή  για να   γίνεται  η  τέχνη  του  κάτι  περισσότερο  από  μια   απλή  εκτόνωση,  όσο  και  αν    αυτή  η  όποια   εκτόνωση   είναι  σεβαστή  και  υπολογίσιμη  σαν  μια   αλήθεια,  μέρος  της  ολόκληρης  αλήθειας του  κόσμου  μας.

 

                                              

                                        ΤΟ   ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ  ΙΔΑΝΙΚΟ  ΜΟΥ

Μέχρι  εδώ  επιχείρησα  να  περιγράψω  την θέση  μου για  το καλύτερο    στην  υπάρχουσα  κατάσταση  της  ζωής  και  της  τέχνης. Όμως  μέσα   μου,  στο  DNΑ  της  ψυχής μου  υπάρχει  ένα  βαθύτερο  ιδανικό για  την  ζωή  και την   τέχνη  συνυφασμένα,    που    το   έχω κληρονομήσει  από  τους  προγόνους  μου:  Την  ζωή  και  την  τέχνη  συνυφασμένα  σε   ένα  και  το  αυτό.   Αυτό  το ιδανικό   το  βρίσκω  κατακτημένο  με  φυσικό  τρόπο  στην  ζωή  των  προγόνων  μου  στο  μικρό  νησάκι  μου,  όπου  η  τέχνη  είχε  αφομοιωθεί  με  την  ζωή  σε  ένα  και  το  αυτό.   Ο  καθένας  ήταν  και  ένας  καλλιτέχνης  που   έφτιαχνε    γνήσια   καλλιτεχνικά   δημιουργήματα  τα  οποία  αφορούσαν  την  ζωή  του.  Είχε  μια  σοφία  αυτός  ο  δύσκολος  τρόπος  ζωής  που  στις  αλήθειες  της,  είχαμε  χρέος  να  παραμείνουμε.   Αυτοί  οι  άνθρωποι   πάλευαν   για  την  επιβίωση  τους  στον  άγριο  ξερότοπο  με  τα  στοιχεία  της  φύσης,  στηριγμένοι  ο  ένας  στον  άλλον  με  καταφύγιο  και  προστάτη  τον  Θεό.  Έτσι  ήταν. Δεν  είχαν  καμιάν  άλλη  απαντοχή,  και  τα  κατάφερναν  με  την  πίστη  τους  και  τον  μόχθο  τους  να  ομορφαίνουν  την  ζωή  τους  και  να  την  κάνουν  υποφερτή.  Έχω   εικόνες  της  ζωής  τους  μεταφερμένες  από  τους  γεροντότερους  στην  παιδική   μου ηλικία  που  σημάδεψαν     την  ψυχή  μου.  Με  πονάει  η  ιστορία   των  γονιών  και των  παππούδων  μου   που  κυλάει  μέσα  στο  αίμα  μου. Είμαι  η  συνέχεια  τους.  Την  προδώσαμε  για  να  προσκολληθούμε  σε  μια τάχα  μου  άνετη  ζωή,  αλλότρια,    ξένη  από  την  παράδοση  μας,  την  αλήθεια  της ψυχής μας.  Απαρνηθήκαμε  την  θαρραλέα   αντιμετώπιση  της  ζωής  με    σκληρή  δουλειά  που  έκανε  τη  γη  μας   να  καρπίσει  και  να  μας  θρέψει.  Αυτές  τις  δύσκολες  συνθήκες,  που  λες  και  επίτηδες  μας  τις  έδινε  ο  Θεός  για  να έχουμε  ανάγκη  ο  ένας  τον  άλλον  και  να  υποχρεωθούμε  σε  υποστηρικτικές  σχέσεις   μεταξύ  μας  που   μας  γέμιζαν   πίστη  στην  ζωή, χαλάρωναν  την  ένταση και  η  ψυχή  μας γέμιζε  καλλιτεχνική  ομορφιά. 

Μαρία Ουζούνογλου, "Το όργωμα"


Ο  Ελύτης  μας  λέει  σχετικά:  "Καμιά  επανάσταση,  ούτε  στην  τέχνη,  ούτε  στη  ζωή,  δεν  έχει  περισσότερες  ελπίδες  επιτυχίας  από  εκείνη  που  χρησιμοποιεί  για  ορμητήριό  της  την   παράδοση".

Μέχρι την δεκαετία του ’60 περίπου, στο  νησί  μου  έκτιζαν   "όχτους",  οριζόντιους  τοίχους,  σαν  "λουριά"  όπως  τα  λέγανε  στις  πλαγιές  των  βουνών.  Για  να  συγκρατούν  το  χώμα,  την  καλλιεργήσιμη  γη  να μην  παρασυρθεί  με  τις  βροχές   στην  θάλασσα.   Τι  όμορφες  που  γίνονταν  οι  πλαγιές  των  βουνών  μας!  Ήταν  σαν  να   "ζωγράφιζαν"   οριζόντιες  γραμμές  που  μαλακώνουν   στο  μάτι   το  απότομο  ύψος  των  βουνών  μας.  Και  έμοιαζαν  με  σκαλοπάτια  για  να  ανέβουν   στον  ουρανό, να  συναντήσουν  τον  Θεό!  Ο  Θεός  έβλεπε  τον  κόπο  τους,  τον  ιδρώτα  τους   και   τους  ενίσχυε   την  κατάκτηση  της  πρακτικής  ζωής  και  το  όμορφο  καλλιτεχνικό  αποτέλεσμα,  που  τους  ξεκούραζε   η  ομορφιά  του  και  έκανε   υποφερτή τη  σκληρή  δουλειά  για  τον  επιούσιο.

"Αλώνισμα" Μαρία  Ουζούνογλου


Και  τι  όμορφα  αλώνια  και  πατητήρια  κάνανε  με  τα  χέρια  τους  οι  παππούδες  μου  σαν  γνήσιοι  καλλιτέχνες!  Και  εκείνα  τα τόσο    λειτουργικά    "μονάσπιτα"  που  έλαμπαν  ασβεστωμένα  στο  φως  του  ήλιου  και   όλα  αυτά  μαζί   με  πολλά   άλλα έμοιαζαν  με  υπέροχα  γλυπτά.   Και  τι  όμορφα μικρά  εξωκλήσια   για  να  δοξολογούν  εκεί  τον  Θεό  και  να  ζητούν  την  προστασία  Του.  Φτωχά  ξωκλήσια  που  όπως  λέει  ο  ποιητής  "Το  σήμαντρο  τους  δεν  χτυπά,  δεν  έχει  ψάλτη  ούτε  παπά.  Ένα  καντήλι  λαμπερό  και  ένα  πέτρινο  σταυρό,  έχει  στολίδι  μοναχό  το  εκκλησάκι  το  φτωχό".   Φτωχό  τον  ήθελαν  τον  Θεό  τους,  ταπεινό  σαν  τους  ίδιους,  για  να  μπορεί  να  τους  νοιώθει  και  να  Τον  νοιώθουν.  

"Μικρό νησιώτικο εκκλησάκι"  Μαρία Ουζούνογλου


 Όλα  γίνονταν  με  ιδρώτα,  μετακινώντας   πέτρες,    χώμα και  νερό   από  τριγύρω.  Πλάθανε  σαν  γλύπτες    με  αυτά  τα  υλικά,  λειτουργικά  σχήματα προς  χρήση  των  αναγκών  της  ζωής,  που  ήταν  πραγματικά  καλλιτεχνήματα.  Σε  όλα  αυτά,  απαραίτητο  στοιχείο  ήταν  ο  ιδρώτας  των  ιδίων  που  συμμετείχαν  σε  αυτήν  την  ζωή.  Δεν  ήταν  μια  ζωή  παραγγελμένη  να  τους  την  φτιάξουν  άλλοι  με  αμοιβή.  Αυτοί  δεν  έβρισκαν  κάπου  έτοιμη  την  ομορφιά  να  πουλιέται  για  να  την  αγοράσουν  και  δεν  έμαθαν  να  την  αποτιμούν  σε  χρήμα  το  οποίο   άλλωστε  απουσίαζε  από  την  ζωή  τους.  Έτσι,  την  ανάγκη  τους  για  ομορφιά  έπρεπε  να  την  ικανοποιήσουν  δημιουργώντας την   οι  ίδιοι.  Οι   φιλότεχνοι   της  εποχής  τους  υποχρεωνόταν  να  γίνουν  καλλιτέχνες. Εκτιμάω  πολύ  τους  φιλότεχνους   γιατί  όταν  το  ενδιαφέρον  τους  για  την  τέχνη είναι γνήσιο  μπορεί  να  πλουτίσει  την  ψυχή  τους,  να  την  γλυκάνει,  να  την  μετασχηματίσει σε  καλλιτεχνική.  Το  ιδανικό  μου  θα  ήταν  να  μπορούσε  να   γινόμαστε  όλοι  καλλιτέχνες,  δημιουργοί.    Όπως  στην  παραδοσιακή  ζωή  των  προγόνων  μου  που  δεν  μπορούσες  να  συμμετέχεις  σε  αυτήν    με  τον  ιδρώτα  άλλων,  γιατί  η  τέχνη  ήταν  συνυφασμένη  με την  ζωή  του  καθένα  σε ένα και το   αυτό  και  είχε  σαν  προϋπόθεση  τον   προσωπικό   ιδρώτα.    Ακόμη  τους ακούω  τους  σύγχρονους συντοπίτες  μας  να  λένε  ας  πούμε   πως   "Αν  δεν  έσκαψες  αμπέλι  δεν  δικαιούσαι  να  πιεις  κρασί!"

 Για  μένα   η  γης  μας  έχει  την  μυρουδιά  του  ιδρώτα    από  τον  μόχθο  των  γονιών  και  των  παππούδων  μας,  που  την  κάνει  ιερή. Αποποιηθήκαμε αυτήν  την  μυρουδιά  του  ιδρώτα  μας,  ξεγελαστήκαμε   και  παγιδευτήκαμε στην  αναζήτηση  μιας   άνετης   ζωής   που  υπόσχονταν  τα  μεγάλα  κοινωνικά  σχήματα  που  καταπίνουν  τον  άνθρωπο  και  τις  καθαρές  λειτουργίες   της  ψυχής  του,  οι  οποίες  ενεργοποιούνται   μόνον  όταν  οι  ανάγκες  της  ζωής  και  οι  λύσεις  τους είναι  στο  μέγεθος  του  ανθρώπου  και  δεν  τον  υπερβαίνουν.

 Η  ζωή είναι  αβίωτη  αν  η  δουλειά  του ανθρώπου   δεν  είναι  τέχνη  που    την  συλλαμβάνει  στην  ψυχή  του,  την  σχεδιάζει   την   τελειοποιεί και  την  πραγματώνει όπου  χρειάζεται    με   την  αλληλοβοήθεια  των  διπλανών του,   έχοντας  στο  νου  του  το  αποτέλεσμα.  Στα  μεγάλα  σχήματα  χάνονται  οι  καθαρές  λειτουργίες  της  ψυχής  του  ανθρώπου,  γιατί  η  ζωή  και  η  δουλειά  του   σχεδιάζονται  από  κάποιους,  ο  καθένας   προσθέτει  και  από  μια  "πινελιά"  προκαθορισμένη,  και  το  έργο  τελειώνει  μακριά  του  τις  περισσότερες  φορές  χωρίς  να  το  δει  για  να  ευφρανθεί  η  ψυχή  του.   Χάνεται  η διέγερση  της  ψυχής  από  την  προσδοκία   της  χαράς  του  αποτελέσματος,  της  χαράς  της  δημιουργίας.    Χάσαμε  την   γνησιότητα  της  ταυτότητας  της    ψυχής  μας.  Ήταν  ιεροσυλία  που,  για μια  τάχα  μου  άνεση,  αποποιηθήκαμε αυτόν  τον  ιδρώτα  που  ήταν  βασικό  συστατικό της  τέχνης  της  ζωής.   Από  την  στιγμή  που  σταματήσαμε  να    ποτίζουμε  με  τον  ιδρώτα  μας την  γη  μας,   χάθηκαν  και  οι   μεταξύ  μας υποστηρικτικές  σχέσεις  και  αλλοτριώθηκε  η  ζωή  μας  όλη, έγινε  μηχανική,    αποξενώθηκε   από  την γνησιότητα  της  ανθρώπινης   ψυχής.  Στον  Σεφέρη  διαβάζω:  "Ένα  οποιοδήποτε  χωράφι  εδώ  τριγύρω,  θα  με  εξανθρώπιζε  πολύ  περισσότερο………..".  Και  ο  καθηγητής  Λορεντζάτος,  μετά  την  επίσκεψη  του  στη  Σέριφο  το  1979  γράφει:  "Μήπως  ένα  προσηλιακό  αλωνάκι  στα  Κυκλαδονήσια,  δουλεμένο  από  τον  άνθρωπο  που  το χρησιμοποιεί,   άξιζε  πάντα,  περισσότερο  τελικά  για  την  ψυχή  του  από  τις  μεγάλες  κοσμοθεωρίες  και  ανακαλύψεις;"

Κάπως  έτσι  θα  έπρεπε  να  είναι  η  ζωή  μας.  Πάντα  σε  προσωπική  σχέση  με  την  τέχνη.  Ο  καθένας  μας  θα  μπορούσε  να  ήταν  ένας  καλλιτέχνης  που  τα  χέρια  του  να  "ζωγραφίζουν" σαν  σε  καμβά   το  περιβάλλον  του,  την   πραγματικότητα  της ζωής  που  ονειρεύεται,    με  ανάλογο  τρόπο  με  τον  οποίο  έφτιαχναν  οι  προγόνοι  μου  τους  όχτους  στις  πλαγιές  των  βουνών,  συντηρούσαν  τις  χαλάστρες,  φύτευαν  αμπέλια,  έσπερναν   και   θέριζαν  και  έτσι  ζωγραφιζόταν  η  φύση  με  σχήματα   και  χρώματα  που  έμοιαζε    με  πίνακα  ζωγραφικής.  Ο  καθένας  μας  θα  μπορούσε  να  είναι  ένας  καλλιτέχνης,  να  ζωγραφίζει  ή  να  πλάθει  σαν  γλύπτης  με  τα  χέρια  του  το  περιβάλλον  που  ζει  και  εργάζεται,  όπως  οι  προγονοί  μου  έφτιαχναν    τα  αλώνια  και  τα  πατητήρια  τους,  τα  σπίτια  τους,  μεταφέροντας  υλικά  της  ίδιας  της  γης   από  γύρω  και  τα  έπλαθαν   βρεγμένα   με  τον  ιδρώτα  τους.

"Το γαϊδουράκι, ένα απλό μεταφορικό μέσο", Μαρία Ουζούνογλου


Αυτή    η  ζωή  που  έκανε  τον  καθένα  μας  καλλιτέχνη,  χάθηκε.  Υπάρχουν  ακόμη  κάποια  απομεινάρια  των  έργων  τέχνης  των  ανθρώπων  της,  που την  θυμίζουν.   Όμως  οι καρδιές  των  απογόνων  τους,  των  συγχρόνων  μου,  έχουν  πετρώσει   μέσα  στην  αλλοτρίωση  των  μεγάλων  σχημάτων  που  κατάπιαν   την  ευαισθησία  τους  και  την  ομορφιά  τους.  Και  απόμεινα  εγώ  να  κοιτάω  γύρω  μου  σαν  χαμένη,  μην  ξέροντας  τι  να κάνω,  που  να  πάω  μόνη  μου!   

Και  η  μουσική  του  νησιού,  είναι  μια  άλλη  αξιόλογη  τέχνη που   έχει  παύσει  να  έχει  σχέση  με  την  ζωή  των  συγχρόνων  μου.  Οι  νέοι  δεν  ερωτεύονται  πια για  να  εκφράσουν  τον  έρωτα  τους  με  αυτά  τα  τραγούδια.  Οι  καημοί  μας,  οι  πόνοι  μας,  οι  χαρές  μας   δεν  τραγουδιούνται  πια  στους  νησιώτικους  ρυθμούς,  με  αυτοσχέδια  στιχάκια  με  προσωπικό    ύφος   πάνω   στον  αυθορμητισμό  του  μπάλου.  Κάποιες  φορές  αυτή  η  μουσική  βγαίνει  από  το  χρονοντούλαπο (που  την  φυλάμε  σαν  σε  ναφθαλίνη  από  τον  σκόρο)    έτσι  για  να πάρει  αέρα  και  την  κάνουμε  λιτανεία.    Το  άκουσμα  της  με  πλημυρίζει    ανείπωτη  χαρά  και  έκσταση    σαν  να  πρόκειται  για  ανάσταση  νεκρού  και  την  ίδια  στιγμή  σφίγγεται  η  καρδιά  μου  γιατί  ξέρω  πως  ο  "νεκρός"  θα  ξαναμπεί  στον  τάφο  που  τον  έχουμε  καταδικάσει.  

      

"Οι πέρδικες",  Μαρία Ουζούνογλου

 


Παρόλο  που  έχω  γεννηθεί  και  μεγαλώσει  στην  Αθήνα, πάντα   ήθελα  να  ζήσω  στην  εξοχή,  στο  μικρό  νησάκι,  την  ιδιαίτερη  πατρίδα    της  καταγωγής  μου  που  την  έχω  ζήσει  από  μωρό  τα    καλοκαίρια. Μετά τις σπουδές μου, ζω τον περισσότερο χρόνο στο νησί.   Ήθελα  να  δοκιμάσω  να  ζω  (όπως έβλεπε  για  το  ιδανικότερο  και  ο   σπουδαίος  Τσαρούχης) παράγοντας  στο  κτήμα  που  έχω  από  τους  παππούδες  μου  τους   καρπούς  της  γης   για  την  θρέψη  μου,  συμπληρώνοντας  με  ότι  μπορούσε  να  μου  δώσει  η  τέχνη  μου  διαθέτοντας  την  στον  τουρισμό.  Αυτός  είναι  ο  τρόπος  που θα  μου  επέτρεπε   να  παραμείνω  γνήσιος  άνθρωπος  και  καλλιτέχνης.  Αλλά  όπως  είπαμε  με  το  στόμα  του Νίτσε,  "Χρειάζομαι  και  την  άδεια  σας.  Έτσι  φίλοι  μου;"   Στο  νησί  και    στον  δικό  μου  χώρο  θα  μπορούσα  να  δημιουργήσω  μια  μόνιμη  έκθεση.   Δεν  έχω  όμως  προς  το  παρόν  την  άδεια  των  συγκεκριμένων  φίλων  μου, όπως  προείπα.  Δεν  έχω  το  δικαίωμα  να  τους  κατηγορώ.  Είναι  δικαίωμα  τους  να  είναι  διαφορετικοί  από  μένα.  Δεν  μπορώ  να  αρνιέμαι  την  αλήθεια  τους. Τελευταία  έχω  βαλθεί  να  κατανοήσω  όσο  μπορώ καλύτερα  αυτήν  την  διαφορετικότητα  τους.   Να  βρω  τους  πραγματικούς  λόγους   για  τους  οποίους  θα  τους  αγαπήσω  με  τον   τρόπο  που  θέλουν.  Χρειάζομαι  να  κατακτήσω  τον  τρόπο  να  αγαπάω  βαθύτερα,  χωρίς  να  χάνω  τον  εαυτό  μου.   Αυτό  είναι  προχώρημα  στην  ωριμότητα.

Όσο  για  την   τέχνη, το  ιδανικό   θα ήταν  να  έχει  γίνει  όπως  στους  προγόνους  μου  κοινό  βίωμα  και κοινή  συνείδηση  σε  μια  κοινότητα.    Αλλά  αυτό  χάθηκε.  Αυτό  που  απομένει  για  την  τέχνη  των  συγχρόνων  μου,  είναι  τουλάχιστον  να  στεγάζεται   σε  προσωπικό  χώρο  του  δημιουργού,  ο  οποίος  θα    έρχεται  σε  προσωπική    επαφή  με   τον  θεατή.  (Δεν  λέω  με  το  "κοινό  του",  που  αναφέρεται  στην απρόσωπη  μάζα,  αλλά  στον  θεατή  σαν  πρόσωπο). Για  να  μπορεί  ο  θεατής  να  αντιλαμβάνεται  την  σύλληψη  του  έργου  και  την  γέννηση  του  νοήματος  που κομίζει,   να  τον  συγκινήσει    και  να   συνάψει  μαζί  του  "γάμο". Τέτοιοι  "γάμοι"  θα  μπορούσαν    να  γονιμοποιήσουν  κάποιες  ισορροπίες  της  ζωής.

 

                                ΟΙ  ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ  ΠΟΥ  ΜΕ  ΕΧΟΥ  ΕΠΗΡΕΑΣΕΙ

Στην αρχή  της  ζωής μου,  όταν  ξεκίνησα  να ζωγραφίζω, θα πω ξανά πως  με  εξιτάριζε  η  ομορφιά.  Το  πνευματικό  στοιχείο πιστεύω  πως   υπήρχε  μέσα  μου  ασυνείδητο  και  αδιαμόρφωτο. Ήμουν  κάπου  στα  πέντε μου,  όταν κάποιος μου  έφερε  στην  γιορτή  μου  για  δώρο  ένα  πολύ  όμορφο  βιβλίο  παιδικό οδηγό  για  γνωριμία  με την  ζωγραφική. Για  καιρό  δεν  το  άφηνα από  τα  χέρια  μου.  Περιεργαζόμουν   τις  εικόνες  του  και  ανυπομονούσα  να μάθω  να  το   διαβάζω.   Το μάτι  μου  καρφώθηκε  στο  πορτρέτο  του  Τιτσιάνο   «Πορτρέτο   ενός  άντρα  με  μπλε»  που  αρχικά  παρουσίαζε  το   βιβλίο.  Το  είχα  ερωτευτεί.    Έτσι  ήθελα  να  ζωγραφίζω  τα  πρόσωπα.   Κάπως  ρεαλιστικά.   Μου άρεσαν  ο  Ιακωβίδης  και  ο  Λύτρας  γιατί  ζωγράφιζαν  παιδάκια μαζί με γιαγιάδες και παππούδες  και  αυτό  το   ένοιωθα  πολύ  τρυφερό.   Καθώς   μεγάλωνα    με  τράβηξε  ο  Νταλί   με  την   φωτορεαλιστική  του  γραφή.  Τα  θέματα  του  έμοιαζαν  με  το παραμύθι  «Η  Αλίκη  στην  χώρα  των  θαυμάτων»  και  με  μάγευαν.  Πολύ  αργότερα,  στην  εφηβεία,    όταν  άρχισα  να  διαβάζω  την  βιογραφία  του,  ένοιωσα  με  αυτόν  ένα  σφίξιμο  στην  καρδιά  μου. Με  απογοήτευσε,  παρόλο που  θα  έλεγε  κανείς  ότι   σε  αυτήν  την παλαβή    ηλικία   ταιριάζει.  Αυτό  δεν   το   ξεπέρασα   ούτε  όταν   τελευταία,  τον   μελέτησα  για  να  γράψω  την  βιογραφία  του  στο  blog  μου "texni-zoi.blogspot.com"   και   είδα  ότι   κάποια  έργα  του,  εκτός  από   την  ψυχολογία  των  ονείρων,  φαίνεται  να έχουν  επηρεαστεί  βαθιά  από  τις  τότε  ανακαλύψεις  της    φυσικής. Μετά  την  απογοήτευση  που  πήρα  από  τον  Νταλί,  την   ψυχή  μου  μαλάκωσε  ο  Βαγκ  Γκογκ  ο  οποίος  έχει  την  απέραντη  εκτίμηση  μου  και    δεν  παύω   να  τον  εκτιμώ για  την  μεγάλη  του  ευαισθησία.  Με  επηρέασε η  ζωή  του,  και  τα  θέματα   του  που είναι  παρμένα  από  τον τρόπο  ζωής  κοντά  στην  φύση.  Με  μαγεύει  ο  «Σπορέας»  του,   τα έργα με  τα  ταλαιπωρημένα  του   παπούτσια,  ο  «Μεσημεριανός ύπνος»  και  όλα  τα  έργα  του.   Όμως  δεν  ένοιωσα να  θέλω  να  μιμηθώ  την  γραφή  του,  παρόλο που  μου  αρέσει.   Κατά  την  διάρκεια  των  σπουδών  μου   αγάπησα τον  Τσαρούχη  για  τον ψυχισμό  που  εκπέμπει  και  τον  τρόπο  της  ζωής που  προτείνει στον  καλλιτέχνη.  Ακόμη  για  την  Ελληνικότητα  των  έργων  του η οποία  με  ξάφνιασε  γιατί  είχα  ζωγραφίσει και εγώ  σχετικά  με  τα  δικά  του  θέματα  με  ταβέρνες  και  χορευτές  στην  προσχολική  μου  ηλικία  και  με  συγκινούσαν.    Ο  Τσαρούχης  δεν  ζωγράφιζε  με  λάδι  γιατί  λέει  δεν  ήταν Ελληνικό.  Και  εγώ  δεν  το  προτιμώ.  Στην  σχολή,  όταν  έκανα  την  εργασία  μου  για  την γενιά  του  ’30  μου  άρεσαν  όλοι.  Και  από  την  γενιά  του ΄60  ξεχώρισα  τον  Κανιάρη,  αλλά  όχι  από  την αρχή.  Βρήκα    περιεχόμενο  σε  αυτά  και  τον  κατανόησα,    όταν  έκανα  και  γι ‘αυτόν  μια  εργασία στην  σχολή.  Πριν  από  αυτήν  την  εργασία  μου  και τις  συναντήσεις  μου  μαζί  του  για  να  του  πάρω   συνέντευξη,  μου  ήταν  σχεδόν  αδιάφορος.   Είναι  αυτό  που   λέγαμε  ότι  δεν  μπορείς  να  καταλάβεις  το  έργο  αν  δεν  γνωρίσεις  τον  καλλιτέχνη,  να  συνδεθείς  μαζί  του.  Ιδιαίτερα  στάθηκα  και  στο  έργο του  Εγγονόπουλου το οποίο  είναι  πολύ  ποιητικό και ελληνικό!    

Αργότερα   γνώρισα  την  δουλειά  του  Δρούγκα  και  θαμπώθηκα  από  την  ομορφιά  της  γραφής   του,  τα  λαμπερά  χρώματα,  την  σκηνοθεσία,  την   σύνθεση  των  έργων του,  την  μεγαλοπρέπεια  που εκπέμπει.  Όμως  αμέσως  μετά  ένοιωσα  φόβο  ότι  αυτή  η  ομορφιά  είναι  ευάλωτη  προς  εκμετάλλευση   νοήματος.   Τελευταία  γνώρισα  την  δουλειά  της     Μαρίνας   Καρέλλα     και  την  ερωτεύτηκα.  Άγγιξε την  ψυχή  μου.   Αυτή  μάλιστα.  Μια  τέχνη  προσφορά  στην  ζωή.  Τελευταία  έμαθα  ότι η  Μαρίνα  ήταν  μαθήτρια  του  αγαπημένου  μου  Τσαρούχη.  Θα  ήθελα  να  έχω  την  ευκαιρία  να  την  γνωρίσω κάποια  στιγμή  από κοντά. 

Γενικά  θαυμάζω  πολλούς   καλλιτέχνες   αλλά  ποτέ  δεν  ένοιωσα  την  επιθυμία  να   αντιγράψω  κάποιον,  να  ταυτιστώ  μαζί    του  στην  γραφή  περισσότερο,  όπως  συνηθίζεται. Δεν  ξέρω  πως  έγινε  και  ακολούθησα  δικό   μου  δρόμο.  Ο  Καντίσκι  με επηρέασε   να  επιχειρήσω  αφαιρετικά αλλά και  πάλι   με  τον δικό μου  τρόπο.   Ήταν ο εμπνευστής  μου  στην   σειρά    «Κύκλοι».  Εξαιρετικά  έργα  με  γεωμετρική  αφαίρεση  που  αγαπάω  ιδιαίτερα. Τα λέω εξαιρετικά γιατί μέσα από αυτά   μπήκα  στον  δρόμο της  αναζήτησης    περισσότερων  των  ισορροπιών.   Άλλη μια  σειρά  έργων  μου  είναι  τα  «Μετεγχειρητικά».  Βρισκόμουν  στο  προσκεφάλι της  μάνας  μου  μετά  από μια  εγχείριση  καθώς  ανάρρωνε  πολύ  αργά  και  δύσκολα  και  άρχισα  να  ζωγραφίζω  τα  μήλα  που  ήταν  πάνω  στο  τραπέζι,  έτσι  για  να  περνάει  η  ώρα μου  και  να  ξεπερνώ  την  αγωνία  μου.  Η  μια  σύνθεση  των  μήλων  έφερνε  την  άλλη  και  κατέληξε  σε μια  αισιόδοξη  σειρά   με  το   κόκκινο  χρώμα  των  μήλων.  Την  ίδια  εποχή   έγραφα  την  βιογραφία  του  Σεζάν που ζωγράφιζε και  αυτός  μήλα.  Σύμπτωση.   Άλλη  μια  σειρά  έργων  μου  είναι  προσωπογραφίες  που  αφορούν  πρόσωπα  του  νησιού  και την  αγαπάω  πολύ.  Υπάρχει  και άλλη  μια   σειρά  που  είναι  σε  εξέλιξη  και   έχει  θέματα  από  την μυθολογία.  Ακόμα υπάρχουν πολλά  έργα  πανέμορφες  συνθέσεις  με  νεκρή  φύση  και άλλα  θέματα  αποσπασματικές εμπνεύσεις. 

 

                                                    ΠΩΣ  ΞΕΚΙΝΗΣΑ

 

 Πρακτικά,  ξεκίνησα  να  ζωγραφίζω  από  την  κούνια. Στο  από  κάτω  διαμέρισμα  της  πολυκατοικίας  που  έμενα,  ζούσε  μια  οικογένεια  με  ένα  σοβαρά  τραυματισμένο  παιδί  που  ανάρρωνε  και  έπρεπε  να   κάνω  απόλυτη  ησυχία. Κάθε  φορά  που  πηδούσα  από  το  κρεβατάκι  μου  και  έτρεχα  στην  κουζίνα  να  βρω  την  μάνα  μου,  η  μάνα  του  παιδιού αυτού,  ενοχλημένη,  ανέβαινε  σε  μας  να  μας  επιπλήξει  κατηγορώντας  μας  για  ασέβεια.  Το  μόνο  πράγμα  που  μπορούσα  να  κάνω  αθόρυβα  ήταν  να  κάθομαι    στο κρεβατάκι  μου  με  χαρτιά  και  μολύβια  και  να  ζωγραφίζω.  Κάποιος  μου  έφερε  δώρο  ένα  κουτί  κυρομπογιές.  Οι   αδρές  γραμμές  που  έβγαζαν    μου  επέτρεπαν ένα  γρήγορο  σχεδιασμό   με  μια   σταθερή  και  δυνατή  χειρονομία  που  έδινε  διέξοδο  και  εκτόνωνε  τον  περιορισμό  της  ζωής  μου.  Η  μάνα  μου  ενθουσιάστηκε   με  το  αποτέλεσμα  και  κράτησε  μερικές  από  αυτές  τις  ζωγραφιές.  Είναι  κάτι  μαλλιαρά  σκυλάκια,  ένας  κόκορας  στητός  και  καμαρωτός,  που  φαίνεται  να  μου  βγήκαν  εύκολα,  αυθόρμητα,  χωρίς  παιδεμό.  Πρέπει  να  ήμουν   πάνω – κάτω    4  χρονών.  Ότι  δεν  μπορούσα  να  πω  με  λόγια  το  έλεγα  με  εικόνες. 

Λίγο  μετά,  αλλάξαμε  σπίτι  και  δεν  είχα  αυτόν  τον  περιορισμό  στο  κρεβάτι  μου.  Μπορούσα  να  κινούμαι  άνετα  μέσα  στο  σπίτι  και  έξω  από  αυτό,  αλλά  το  χούι  της  ζωγραφικής  μου  έμεινε.  Εκτός  από  τα  πολύ  ωραία  πρόσωπα  που  με  γοήτευαν  και  ήθελα  να   ζωγραφίζω,  ζωγράφιζα ταβέρνες  με  παρέες   και  πολύ  ζωντανές  φιγούρες  να  χορεύουν  χασάπικο  πιασμένοι  από  τον  ώμο.  Παράλληλα  μου  άρεσε  να  ζωγραφίζω  ιστορίες  σε  εικόνες.  Ήταν  σαν  να  γράφω σενάριο  και  να  το  σκηνοθετώ.   Τα  περιθώρια  των  σελίδων    των  σχολικών  μου  βιβλίων   ήταν  γεμάτα   με προσωπάκια  που  αναφερόταν  στο  μάθημα  ή  σκίτσα  των  δασκάλων  και  των  συμμαθητών  μου. Αργότερα,  στην  εφηβεία, έκανα  πορτρέτα  τραγουδιστών  και  ηθοποιών  για  λογαριασμό  των  συμμαθητών  μου  που  τους  άρεσαν,   σε  χαρτόνι  30Χ40  με  μολύβι  και  μετά  με  κάρβουνο.  Και  όλα  αυτά  πριν  από  τις  σπουδές  μου.

Μέσα  από  το  κλίμα  που  περιέγραψα  πιο   πάνω,  αποκλείστηκα    από  τις  ανώτατες  σπουδές  στην  Ελλάδα  στα  εικαστικά.    Μετά  από μεγάλες  και   πολλές  προσπάθειες  για  την  Καλών  τεχνών  της  Αθήνας  κατέληξα  να  φοιτήσω  σε  ιδιωτικό  πανεπιστήμιο  του  Λονδίνου  που  είχε  έρθει  στην  Ελλάδα, το Middlesex University.   Είχα  σπουδαίους  δασκάλους  και γινόταν   πολύ  σπουδαία  δουλειά.  Εκτός  από  τη  ζωγραφική  με  φυσικά μοντέλα   που  με  βοήθησε  πολύ,  ήταν  όλο  το  μαθησιακό   πνεύμα  της  σχολής  άψογο αν  το  δούμε  μέσα  στο  γενικότερο  πνεύμα  του  κόσμου  μας.  Είχα  ένα  πάθος για  μάθηση.   Σε  όποιον  κύκλο  σπουδών   της  σχολής  δούλευαν  με   ζωντανά  με  μοντέλα, πήγαινα   και  ζωγράφιζα  με  την  άδεια  της  διεύθυνσης  της   σχολής.  Πολλές ώρες  εξάσκησης.  Με   μάγευε    και    η  ιστορία  της τέχνης  και έκανα  πολύ καλές  εργασίες.      

Και  τώρα  εξακολουθώ  να  γοητεύομαι    από  τα  πρόσωπα  και  μου  αρέσει  να  τα  ζωγραφίζω  και  να  χαίρομαι  το  αποτέλεσμα,  όμως  με  κάποιες  εξαιρέσεις.  Με  δυσκολεύει  πολύ να  ζωγραφίσω  κάποιον  που  μου  είναι  μακρινός,  ξένος.  Αυτό  το  είχα  από  πάντα. Μπορεί  να  βλέπω  κάποιον  και  να  έχω  την  αίσθηση  ότι  το  γνώριζα  από  πάντα  και  να  νοιώθω  ξένο  κάποιον  που  ίσως  τον  γνωρίζω  από  παλιά  αλλά  δεν  τον  καταλαβαίνω.  Έχω  πολύ  ευαίσθητη  υγεία  και  με  ενοχλούν  κάποια  είδη   χρωμάτων.  Ας  πούμε  σταμάτησα  να  δουλεύω  με  λάδι.  Ζωγραφίζω  με  ακρυλικά  και σπάνια με  χρωματιστά  μολύβια.  Στα  πρόσωπα  μου  αρέσει  η  ρεαλιστική  απεικόνιση, αλλά όχι   και  τόσο   φωτορεαλιστικά γιατί δεν θέλω να εγκλωβιστώ σε μηχανικό τρόπο απεικόνισης. 

  Έχω  ασχοληθεί  και  με  τοπία  αλλά  πολύ  λίγο  αν  και  αγαπάω να ζω  πάρα  πολύ  την  φύση.  Αγαπάω  τις  συνθέσεις,  νεκρά  φύση  και  τα  μυθολογικά  θέματα.

Σαν  χαρακτήρας  έμαθα  να  επικεντρώνομαι  στις  καλές  πλευρές  των  ανθρώπων  που  συναντώ  και να  μην  στέκομαι  στις  ατέλειες. Πλήρωσα  πολύ  μεγάλο  τίμημα  για  να  μάθω  να   θέλω  να  επικεντρώνομαι  στην  σύνθεση  των  διαφορών    χαρακτήρων  και  καταστάσεων.   Απεχθάνομαι  την  οποιαδήποτε  βία.  Πληγώνει  την  ψυχή  μου.  Πιστεύω  στην  κατανόηση,  την  συμπάθεια,  τον  σεβασμό,  την  αγάπη.

Κάποιος φίλος, πολύ αξιόλογος άνθρωπος, πρόσφατη γνωριμία, σε μιαν απόπειρα του να  με  περιγράψει σαν χαρακτήρα και σαν κατάσταση ζωής  μου είπε πως δημιουργήθηκα σε μια κατάσταση αποκλεισμού από πολλές φυσικές χαρές και έδωσε πολύ  μεγάλη έμφαση σε αυτό. Το δέχτηκα σαν βάση γιατί είναι η αλήθεια μου αλλά  διευκρίνισα  ότι αυτό δεν ήταν μόνο κακό. Έχω αποκομίσει μεγάλα οφέλη από την απομόνωση μου αυτή και τον πόνο της.  Έχω κερδίσει πράγματα που στον πολύ συντονισμό με τον κόσμο και το πολύ μπλά-  μπλά  τα χάνει κανείς. Έδειχνε να μην το κατάλαβε αμέσως γιατί οι δικές του αρχές είναι διαφορετικές.  Όμως ζωή σημαίνει σύνθεση των διαφορών. Προηγούμενα,   καθώς  μου  περιέγραφε  την  ζωή  του,  σε  ένα  σημείο  της  περιγραφής  αυτής  τον είχα ρωτήσει  "Πώς νιώθεις με αυτό;" Του  έκανε εντύπωση. Μου είπε πως κανείς δεν τον ρωτάει πώς νιώθει. Οι άνθρωποι είναι μαζί του τυπικά ευγενικοί στην καλύτερη περίπτωση, αλλά ουσιαστικά αδιάφοροι για το πώς νιώθει. Και η απάντηση μου: Να ένα από τα βασικά κέρδη μου από την απομόνωση. Έμαθα να με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι ουσιαστικά. Το πώς νιώθουν και πάνω σε αυτό να χτίζω τις σχέσεις μου.

"Στο νησιώτικο καφενείο", Μαρία Ουζούνογλου


 

                                                      ΤΑ   ΣΧΕΔΙΑ   ΜΟΥ

Χρειάζομαι   λοιπόν  την  άδεια  των  συγκεκριμένων  φίλων  μου  να  κάνω  το  μαγαζί μου  στον  δικό  μου  χώρο.  Την  γκαλερί  μου.   Έχω  πολύ  ευαίσθητη  υγεία  και  δεν  αντέχω  την  δοκιμασία  μιας  σκληρής δουλειάς.  Αλλά  αν  αρχικά  απευθύνομαι   στον  τουρισμό  το καλοκαίρι,  θα  έχω  όλο  τον  υπόλοιπο  χρόνο  να  δημιουργώ  τα  έργα  μου με  άνεση  χρόνου.  Αφού  ξεκινήσω  έτσι,    στην  συνέχεια  αν  στον  κόσμο  μας υπάρχει  ειρήνη  για  την   οποία  προσεύχομαι,  θα  ήθελα  να  βρεθεί  τρόπος  να  επικοινωνήσω  την  δουλειά  μου  και  με  εκθέσεις.   Το  πρόβλημα είναι  πως  δεν  αντέχω  τα  ταξίδια  και  δεν  μπαίνω  σε  αεροπλάνο  για  να  στηρίζω  την  δουλειά  μου  με  την  προσωπική  μου  παρουσία  που  χρειάζονται  οι  εκθέσεις. Δεν  ξέρω  αν  αυτό  μπορεί  να  ξεπεραστεί  με  την   βοήθεια  της   τεχνολογίας,  εξ  αποστάσεως. Ένα  άλλο  βασικό  στοιχείο   του χαρακτήρα  μου  είναι   ότι  μου  αρέσει  το ήρεμο  περιβάλλον  χωρίς πολύ  κόσμο  μαζεμένο.   Χωρίς  πολύ βαβούρα.  Νοιώθω  καλά  σε  διαπροσωπική  επικοινωνία   με  τους  ανθρώπους. Αυτός ο τρόπος  μου  επιτρέπει  να  σέβομαι  την  διαφορετικότητα  του  κάθε  προσώπου.    Δεν  μπορώ  να  μιλάω  ταυτόχρονα  σε  πολλούς  ανθρώπους  μαζί  όπως  ας  πούμε  ένας  πολιτικός.     

Προς  το παρόν επικεντρώνομαι  στην  "άδεια"  και  την  βοήθεια    που  χρειάζομαι  από  τους  συγκεκριμένους  μου  φίλους  και  για  να  γίνει  αυτό  πρέπει  να  μάθω  να  τους  αγαπάω  με  τον  τρόπο  που  χρειάζονται  αυτοί.  Ελπίζω  και  στην  βοήθεια  τους  για  να  το  καταφέρουμε  αυτό  μαζί,  γιατί  είναι  πολύ  δύσκολο  να  τα  καταφέρω  μόνο    με  την  δική  μου  προσπάθεια.   Να  δώσει ο  Θεός  για  το  καλό  όλων,  γιατί   έχω περάσει  από  πολύ  μεγάλη  δοκιμασία.   Όμως  πιστεύω  ότι  τελικά  θα   μου  βγει  σε  καλό.   Οι  δυσκολίες  καμιά  φορά  μας  ωριμάζουν.  Όταν βέβαια    δεν  μας  σκοτώνουν.

                                                   Μαρία  Ουζούνογλου 


Ας δούμε και κάτι από τα έργα μου: Πατήστε  ΕΔΩ


Θα προσθέσω και ενα μικρό σχετικό κείμενο του Εσσε:

                                                   Ερμαν  Εσσε. 

"Ο  αστός, (δηλαδή,  ο  ορθολογιστής,  ο  τεχνοκράτης) διαισθάνεται  σωστά  ότι  ο  ίδιος  θα  τρελαινόταν  αμέσως  αν  άφηνε  τον  εαυτό  του  να  κοιτάξει  όπως  ένας  καλλιτέχνης,  φιλόσοφος  ή  θρησκευόμενος,  στον  εσωτερικό  εαυτό  του.  Από  εκεί  όμως,  από  μέσα  μας,  ξεκινάει  κάθε  κίνηση  της  ζωής.  Ο  αστός  έχει  τοποθετήσει,  ανάμεσα  στον  εαυτό  του  και  την  ψυχή  του,  ένα  φρουρό,  μια  υπηρεσία  ασφαλείας  και  δεν  αναγνωρίζει  τίποτε  από  όσα  έρχονται  από  την  ψυχή  χωρίς  να  έχει  την  άδεια  από αυτήν    την  υπηρεσία  ασφαλείας.    

Ο  καλλιτέχνης  όμως,  αντιθέτως,  κατευθύνει  την  μόνιμη   δυσπιστία  του,  όχι  εναντίον  της  ψυχής,  αλλά  ακριβώς  κάθε  συνοριακής  υπηρεσίας,  ανάμεσα  στο  μέσα  του  και  το  έξω  του.  Μπαινοβγαίνει  κρυφά  ανάμεσα  στο  εδώ  και  στο  εκεί,  ανάμεσα  στο  συνειδητό  και  το  ασυνείδητο,  στο  μέσα  του  και  το  έξω  του,  νοιώθοντας  και  στα  δυο  σαν στο  σπίτι  του.

Αν  μείνει  από  την  εδώ  πλευρά,  από  την  γνωστή,   την  ορατή  πλευρά  όπου  κατοικεί   ο  αστός,  τότε  καταπιέζεται  ανείπωτα.  Και  το  να  είναι  ποιητής  ή  οποιοσδήποτε  καλλιτέχνης,  του  φαίνεται  μια  ζωή  γεμάτη  αγκάθια.      (Όπως  γεμάτος  αγκάθια   φαίνεται  και  στον  αστό,  ο  τρόπος  της  ζωής  του  καλλιτέχνη).

Αν  όμως  μείνει  από  την  άλλη  πλευρά,  στην  χώρα  της  ψυχής,  τότε  τον  ενεργοποιούν  μαγικά,  λέξη  με  την  λέξη,  οι  ζωογόνοι  άνεμοι.  Τα  αστέρια  του  τραγουδούν,  τα  βουνά  του  χαμογελούν  και  ο  κόσμος  είναι  τέλειος.  Εκεί  είναι  η  γλώσσα  του  Θεού.  Εκεί,  δεν  λείπει  καμία  λέξη  και  κανένα  ψηφίο.  Εκεί  μπορούν  να  ειπωθούν  τα  πάντα,  Εκεί  όλα  αντηχούν  υπέροχα.  Εκεί  όλα  είναι  λυτρωμένα!"